44. Διότι μόλις ἦλθε εἰς τὰ αὐτιά μου ἡ φωνὴ τοῦ χαιρετισμοῦ σου, ἐπήδησε ἀπὸ χαρὰν τὸ βρέφος εἰς τὴν κοιλιά μου.
45. Καὶ μακαρία εἶναι ἐκείνη, ποὺ ἐπίστεψε, ὅτι θὰ ἐκπληρωθοῦν ὅσα τῆς εἰπώθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριον».
46. Καὶ εἶπε ἡ Μαριάμ, «Δοξάζει ἡ ψυχή μου τὸν Κύριον
47. καὶ εὐφραίνεται τὸ πνεῦμά μου διὰ τὸν Θεόν, τὸν Σωτῆρά μου,
48. διότι εἶδε μὲ εὐμένειαν τὴν ταπεινὴν δούλην του. Διότι ἀπὸ τώρα θὰ μὲ μακαρίζουν ὅλαι αἱ γενεαί.
49. Μεγάλα τῷ ὄντι πράγματα μοῦ ἔκανε ὁ Δυνατὸς καὶ ἅγιον εἶναι τὸ ὄνομά του,
50. καὶ ἡ εὐσπλαγχνία του ἁπλώνεται εἰς γενεὰς γενεῶν εἰς ἐκείνους, ποὺ τὸν φοβοῦνται.
51. Ἔδειξε δύναμιν μὲ τὸν βραχίονά του, διεσκόρπισε ἀνθρώπους μὲ ὑπερήφανη καρδιά.
52. Κατέβασε ἀπὸ θρόνους ἄρχοντας καὶ ἀνύψωσε ταπεινούς,
53. ἀνθρώπους ποὺ ἐπεινοῦσαν τοὺς ἐγέμισε μὲ ἀγαθά, καὶ ἀνθρώπους πλουσίους τοὺς ἔδιωξε ἀδειανούς.
54. Ἐβοήθησε τὸν δοῦλόν του Ἰσραὴλ ἐνθυμούμενος,
55. ὅπως εἶχε ὑποσχεθῇ εἰς τοὺς πατέρας μας, νὰ δείξῃ ἔλεος εἰς τὸν Ἀβραὰμ καὶ εἰς τοὺς ἀπογόνους του αἰωνίως».
56. Ἔμεινε δὲ ἡ Μαριὰμ πλησίον της περίπου τρεῖς μῆνες καὶ ὕστερα ἐπέστρεψε εἰς τὸ σπίτι της.
57. Καὶ ἦλθε ὁ καιρὸς τῆς Ἐλισάβετ νὰ γεννήσῃ, καὶ ἐγέννησε υἱόν.
58. Καὶ ἄκουσαν οἱ γείτονες καὶ οἱ συγγενεῖς της ὅτι ὁ Κύριος ἔδειξε πολὺ ἔλεος εἰς αὐτὴν καὶ τὴν συνέχαιραν.
59. Τὴν ὀγδόην ἡμέραν ἦλθαν διὰ νὰ ἐκτελέσουν τὴν περιτομὴν τοῦ παιδιοῦ καὶ ἤθελαν νὰ τὸ ὀνομάσουν μὲ τὸ ὄνομα τοῦ πατέρα του, Ζαχαρίαν.
60. Ἀλλ᾽ ἡ μητέρα του εἶπε, «Ὄχι, θὰ ὀνομασθῇ Ἰωάννης».