16. καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραὴλ θὰ τοὺς κάνῃ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν Κύριον τὸν Θεόν τους.
17. Καὶ θὰ ἔλθῃ πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Ἠλία, ὥστε νὰ κάμῃ νὰ γυρίσουν οἱ καρδιὲς τῶν γονέων εἰς τὰ παιδιά τους καὶ οἱ ἀπειθεῖς νὰ ἀποκτήσουν τὸ φρόνημα τῶν δικαίων καὶ ἔτσι νὰ ἑτοιμάσῃ διὰ τὸν Κύριον λαὸν προδιατεθειμένον».
18. Καὶ εἶπεν ὁ Ζαχαρίας εἰς τὸν ἄγγελον, «Πῶς θὰ πεισθῶ γι᾽ αὐτό; Διότι ἐγὼ εἶμαι ἡλικιωμένος καὶ ἡ γυναῖκά μου προχωρημένης ἡλικίας».
19. Καὶ ἀπεκρίθη ὁ ἄγγελος, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος παρουσιάζομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ εἶμαι σταλμένος νὰ σοῦ μιλήσω καὶ νὰ σοῦ φέρω τὴν εὐχάριστη αὐτὴν ἀγγελίαν.
20. Καὶ ἰδού, θὰ εἶσαι βουβὸς καὶ δὲν θὰ μπορῇς νὰ μιλῇς ἕως τὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ γίνουν αὐτά, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστεψες εἰς τοὺς λόγους μου , οἱ ὁποῖοι θὰ ἐκπληρωθοῦν εἰς τὸν καιρόν τους».
21. Καὶ ὁ λαὸς ἀνέμενε τὸν Ζαχαρίαν καὶ ἀποροῦσαν, διότι ἀργοποροῦσε πολὺ εἰς τὸν ναόν.
22. Ὅταν ἐβγῆκε, δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς μιλήσῃ καὶ κατάλαβαν ὅτι εἶχε ἰδῆ ὅραμα εἰς τὸν ναόν. Αὐτὸς δὲ τοὺς ἔκανε νεύματα καὶ παρέμενε βουβός.