12. Καὶ ἐταράχθηκε ὁ Ζαχαρίας, ὅταν τὸν εἶδε καὶ τὸν κατέλαβε φόβος.
13. Τοῦ εἶπε δὲ ὁ ἄγγελος, «Μὴ φοβᾶσαι, Ζαχαρία, διότι ἡ προσευχή σου ἔχει εἰσακουσθῆ καὶ ἡ γυναῖκά σου Ἐλισάβετ θὰ σοῦ γεννήσῃ υἱὸν καὶ θὰ τὸν ὀνομάσῃς Ἰωάννην,
14. καὶ θὰ σοῦ εἶναι χαρὰ καὶ ἀγαλλίασις καὶ πολλοὶ θὰ χαροῦν διὰ τὴν γέννησίν του,
15. διότι θὰ εἶναι μέγας ἐνώπιον τοῦ Κυρίου. Κρασὶ καὶ οἰνοπνευματώδη ποτὰ δὲν θὰ πιῇ. Θὰ εἶναι γεμᾶτος Πνεῦμα Ἅγιον ἀπὸ τὴν κοιλιὰ ἀκόμη τῆς μητέρας του,
16. καὶ πολλοὺς ἀπὸ τοὺς ἀπογόνους τοῦ Ἰσραὴλ θὰ τοὺς κάνῃ νὰ ἐπιστρέψουν εἰς τὸν Κύριον τὸν Θεόν τους.
17. Καὶ θὰ ἔλθῃ πρὶν ἀπ᾽ αὐτὸν μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν δύναμιν τοῦ Ἠλία, ὥστε νὰ κάμῃ νὰ γυρίσουν οἱ καρδιὲς τῶν γονέων εἰς τὰ παιδιά τους καὶ οἱ ἀπειθεῖς νὰ ἀποκτήσουν τὸ φρόνημα τῶν δικαίων καὶ ἔτσι νὰ ἑτοιμάσῃ διὰ τὸν Κύριον λαὸν προδιατεθειμένον».
18. Καὶ εἶπεν ὁ Ζαχαρίας εἰς τὸν ἄγγελον, «Πῶς θὰ πεισθῶ γι᾽ αὐτό; Διότι ἐγὼ εἶμαι ἡλικιωμένος καὶ ἡ γυναῖκά μου προχωρημένης ἡλικίας».
19. Καὶ ἀπεκρίθη ὁ ἄγγελος, «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Γαβριήλ, ὁ ὁποῖος παρουσιάζομαι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ καὶ εἶμαι σταλμένος νὰ σοῦ μιλήσω καὶ νὰ σοῦ φέρω τὴν εὐχάριστη αὐτὴν ἀγγελίαν.
20. Καὶ ἰδού, θὰ εἶσαι βουβὸς καὶ δὲν θὰ μπορῇς νὰ μιλῇς ἕως τὴν ἡμέραν, ποὺ θὰ γίνουν αὐτά, ἐπειδὴ δὲν ἐπίστεψες εἰς τοὺς λόγους μου , οἱ ὁποῖοι θὰ ἐκπληρωθοῦν εἰς τὸν καιρόν τους».
21. Καὶ ὁ λαὸς ἀνέμενε τὸν Ζαχαρίαν καὶ ἀποροῦσαν, διότι ἀργοποροῦσε πολὺ εἰς τὸν ναόν.
22. Ὅταν ἐβγῆκε, δὲν μποροῦσε νὰ τοὺς μιλήσῃ καὶ κατάλαβαν ὅτι εἶχε ἰδῆ ὅραμα εἰς τὸν ναόν. Αὐτὸς δὲ τοὺς ἔκανε νεύματα καὶ παρέμενε βουβός.
23. Καὶ ὅταν συμπληρώθηκαν αἱ ἡμέραι τῆς ἱερατικῆς του ὑπηρεσίας, ἔφυγε διὰ τὸ σπίτι του.
24. Ὕστερα ἀπὸ τὰς ἡμέρας αὐτὰς ἡ Ἐλισάβετ, ἡ γυναῖκά του, ἔμεινε ἔγκυος καὶ ἔκρυβε τὸν ἑαυτόν της ἐπὶ πέντε μῆνας καὶ ἔλεγε,