33. Ἐὰν ὁ ἄνθρωπος αὐτὸς δὲν ἦτο ἀπὸ τὸν Θεόν, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνῃ τίποτε».
34. Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Σὺ γεννήθηκες ὁλόκληρος μέσα στὴν ἁμαρτίαν καὶ μᾶς διδάσκεις;». Καὶ τὸν ἔβγαλαν ἔξω.
35. Ἄκουσε ὁ Ἰησοῦς ὅτι τὸν ἔβγαλαν ἔξω καὶ ὅταν τὸν εὑρῆκε τοῦ εἶπε, «Πιστεύεις σὺ εἰς τὸν Υἱὸν τοῦ Θεοῦ;».
36. Ἀπεκρίθη ἐκεῖνος, «Καὶ ποιός εἶναι, Κύριε, γιὰ νὰ πιστέψω σ᾽ αὐτόν;».
37. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε, «Τὸν ἔχεις ἰδῆ· εἶναι μάλιστα αὐτὸς ποὺ μιλεῖ μαζί σου».
38. «Πιστεύω, Κύριε», εἶπε ἐκεῖνος καὶ τὸν προσκύνησε.
39. Ὁ Ἰησοῦς εἶπε, «Διὰ κρίσιν ἐγὼ ἦλθα εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, διὰ νὰ ἀποκτήσουν τὸ φῶς ἐκεῖνοι ποὺ δὲν βλέπουν καὶ νὰ γίνουν τυφλοὶ ἐκεῖνοι ποὺ βλέπουν».
40. Ἄκουσαν αὐτὰ ὅσοι ἀπὸ τοὺς Φαρισαίους ἦσαν μαζί του καὶ τοῦ εἶπαν, «Μήπως καὶ ἐμεῖς εἴμεθα τυφλοί;».
41. Εἶπεν εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἐὰν ἤσαστε τυφλοί, δὲν θὰ εἴχατε ἁμαρτίαν, ἀλλὰ λέτε, «Βλέπομεν»· ἡ ἁμαρτία σας λοιπὸν μένει».