55. ἂν καὶ δὲν τὸν ἔχετε γνωρίσει· ἐγὼ ὅμως τὸν ξέρω. Καὶ ἐὰν πῶ ὅτι δὲν τὸν ξέρω, θὰ εἶμαι ὅμοιος μ᾽ ἐσᾶς, ψεύτης, ἀλλὰ τὸν ξέρω καὶ φυλάττω τὸν λόγον του.
56. Ὁ Ἀβραάμ, ὁ πατέρας σας, αἰσθάνθηκε ἀγαλλίασιν, διότι ἔμελλε νὰ ἰδῇ τὴν ἡμέραν μου καὶ εἶδε καὶ χάρηκε».
57. Οἱ Ἰουδαῖοι τότε τοῦ εἶπαν, «Δὲν εἶσαι ἀκόμη πενῆντα χρονῶν καὶ εἶδες τὸν Ἀβραάμ;».
58. Εἶπε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, πρὶν γεννηθῇ ὁ Ἀβραὰμ Ἐγὼ ὑπάρχω».
59. Ἐσήκωσαν τότε πέτρες γιὰ νὰ τοῦ τὶς ρίξουν· ἀλλ᾽ ὁ Ἰησοῦς ἐκρύφθηκε καὶ ἐβγῆκε ἀπὸ τὸν ναόν, ἀφοῦ ἐπέρασε ἀνάμεσά τους καὶ ἔτσι ἀνεχώρησε.