42. Τότε ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ἐὰν ὁ Θεὸς ἦτο Πατέρας σας, θὰ μὲ ἀγαπούσατε, διότι ἐγὼ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐβγῆκα καὶ ἦλθα ἐδῶ. Δὲν ἦλθα ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου ἀλλ᾽ ἐκεῖνος μὲ ἔστειλε.
43. Γιατί δὲν καταλαβαίνετε τὴν γλῶσσάν μου; Διότι εἶσθε ἀνίκανοι νὰ ἀκοῦτε τὸν λόγον μου.
44. Σεῖς κατάγεσθε ἀπὸ τὸν πατέρα σας, τὸν διάβολον, καὶ τὰς ἐπιθυμίας τοῦ πατέρα σας θέλετε νὰ κάνετε. Ἐκεῖνος ἀπὸ τὴν ἀρχὴν ἦτο ἀνθρωποκτόνος καὶ δὲν στέκεται εἰς τὴν ἀλήθειαν, διότι δὲν ὑπάρχει ἀλήθεια μέσα του. Ὅταν λέγῃ ψεύδη, μιλεῖ ἀπὸ τὸν ἑαυτόν του, διότι εἶναι ψεύτης καὶ πατέρας τοῦ ψεύδους.
45. Ἀλλ᾽ ἐπειδὴ ἐγὼ λέγω τὴν ἀλήθειαν, δὲν μὲ πιστεύετε.
46. Ποιός ἀπὸ σᾶς μπορεῖ νὰ μὲ ἐλέγξῃ δι᾽ ἁμαρτίαν; Καὶ ἐὰν λέγω τὴν ἀλήθειαν, γιατί δὲν μὲ πιστεύετε;
47. Ὅποιος εἶναι ἀπὸ τὸν Θεόν, ἀκούει τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ. Διὰ τοῦτο σεῖς δὲν ἀκοῦτε, διότι δὲν εἶσθε ἀπὸ τὸν Θεόν.
48. Ἀπεκρίθησαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι, «Καλὰ δὲν λέμε ὅτι εἶσαι Σαμαρείτης καὶ ἔχεις δαιμόνιον;».
49. Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Ἐγὼ δαιμόνιον δὲν ἔχω ἀλλὰ τιμῶ τὸν Πατέρα μου, καὶ σεῖς μὲ ἀτιμάζετε.
50. Ἐγὼ δὲν ζητῶ τὴν δόξαν μου. Ὑπάρχει ἐκεῖνος ποὺ τὴν ζητεῖ καὶ κρίνει.
51. Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐὰν κανεὶς φυλάξῃ τὸν λόγον μου, δὲν θὰ ἰδῇ ποτὲ θάνατον».
52. Εἶπαν εἰς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι, «Τώρα εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ἔχεις δαιμόνιον. Ὁ Ἀβραὰμ πέθανε καὶ οἱ προφῆται καὶ σὺ λές, «Ἐὰν κανεὶς φυλάξῃ τὸν λόγον μου, δὲν θὰ γευθῇ ποτὲ θάνατον».
53. Μήπως εἶσαι σὺ μεγαλύτερος ἀπὸ τὸν πατέρα μας τὸν Ἀβραάμ, ὁ ὁποῖος πέθανε; Καὶ οἱ προφῆται πέθαναν. Ποιός νομίζεις ὅτι εἶσαι;».
54. Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Ἐὰν ἐγὼ δοξάζω τὸν ἑαυτόν μου, ἡ δόξα μου δὲν ἔχει καμμίαν ἀξίαν. Ὑπάρχει ὁ Πατέρας μου ποὺ μὲ δοξάζει, διὰ τὸν ὁποῖον σεῖς λέτε ὅτι εἶναι Θεός σας,
55. ἂν καὶ δὲν τὸν ἔχετε γνωρίσει· ἐγὼ ὅμως τὸν ξέρω. Καὶ ἐὰν πῶ ὅτι δὲν τὸν ξέρω, θὰ εἶμαι ὅμοιος μ᾽ ἐσᾶς, ψεύτης, ἀλλὰ τὸν ξέρω καὶ φυλάττω τὸν λόγον του.