3. Οἱ γραμματεῖς καὶ οἱ Φαρισαῖοι φέρουν μίαν γυναῖκα ποὺ εἶχε συλληφθῆ διὰ μοιχείαν, τὴν ἔβαλαν εἰς τὸ μέσον
4. καὶ τοῦ λέγουν, «Διδάσκαλε, αὐτὴ ἡ γυναῖκα συνελήφθη δι᾽ αὐτόφωρον μοιχείαν,
5. καὶ εἰς τὸν νόμον μας ὁ Μωϋσῆς διέταξε νὰ λιθοβολοῦμεν τέτοιες γυναῖκες.
6. Σὺ τί λές;». Αὐτὸ δὲ τὸ εἶπαν διὰ νὰ τὸν δοκιμάσουν καὶ λάβουν ἀφορμὴν κατηγορίας ἐναντίον του. Ὁ Ἰησοῦς ἔσκυψε κάτω καὶ ἔγραφε μὲ τὸ δάκτυλό του εἰς τὴν γῆν.
7. Ἐπειδὴ δὲ ἐπέμεναν νὰ τὸν ἐρωτοῦν, ἐσήκωσε τὸ κεφάλι του καὶ τοὺς εἶπε, «Ὁ ἀναμάρτητος ἀπὸ σᾶς ἂς ρίξῃ πρῶτος τὴν πέτρα ἐναντίον της».
8. Καὶ πάλιν ἔσκυψε κάτω καὶ ἔγραφε εἰς τὴν γῆν.
9. Ὅταν τὸ ἄκουσαν ἐκεῖνοι, ἔφυγαν ὁ ἕνας ὕστερα ἀπὸ τὸν ἄλλον, πρῶτοι οἱ γεροντότεροι, καὶ ἔμεινε μόνος ὁ Ἰησοῦς καὶ ἡ γυναῖκα εἰς τὸ μέσον.
10. Ἐσήκωσε τότε ὁ Ἰησοῦς τὸ κεφάλι καὶ τῆς εἶπε, «Γυναῖκα, ποῦ εἶναι αὐτοί; Κανένας δὲν σὲ κατεδίκασε;».
11. Αὐτὴ εἶπε, «Κανείς, Κύριε». Τότε εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Οὔτε ἐγὼ σὲ καταδικάζω· πήγαινε καὶ ἀπὸ τώρα καὶ εἰς τὸ ἑξῆς μὴ ἁμαρτάνῃς πλέον».