25. Τότε ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν, «Σὺ ποιός εἶσαι;» καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ὅ,τι σᾶς λέγω ἀπὸ τὴν ἀρχήν.
26. Ἔχω πολλὰ νὰ πῶ γιὰ σᾶς καὶ νὰ σᾶς κατακρίνω. Ἀλλ᾽ ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε λέγει τὴν ἀλήθειαν καὶ ὅσα ἐγὼ ἄκουσα ἀπὸ αὐτόν, αὐτὰ λέγω εἰς τὸν κόσμον».
27. Δὲν ἐκατάλαβαν ὅτι τοὺς μιλοῦσε διὰ τὸν Πατέρα.
28. Ὁ Ἰησοῦς λοιπὸν τοὺς εἶπε, «Ὅταν θὰ ὑψώσετε τὸν Υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου, τότε θὰ γνωρίσετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι καὶ ὅτι δὲν κάνω τίποτε ἀπὸ τὸν ἑαυτόν μου ἀλλὰ καθὼς ὁ Πατέρας μου μὲ ἐδίδαξε, αὐτὰ λέγω.
29. Καὶ ἐκεῖνος ποὺ μὲ ἔστειλε εἶναι μαζί μου, δὲν μὲ ἄφησε μόνον ὁ Πατέρας, διότι ἐγὼ κάνω πάντοτε ὅσα τοῦ εἶναι ἀρεστά».
30. Ἐνῷ ἔλεγε αὐτά, πολλοὶ ἐπίστεψαν σ᾽ αὐτὸν.
31. Εἶπε λοιπὸν ὁ Ἰησοῦς εἰς τοὺς Ἰουδαίους ποὺ εἶχαν πιστέψει σ᾽ αὐτόν, «Ἐὰν σεῖς μείνετε εἰς τὸν λόγον μου, θὰ εἶσθε πραγματικὰ μαθηταί μου
32. καὶ θὰ γνωρίσετε τὴν ἀλήθειαν καὶ ἡ ἀλήθεια θὰ σᾶς ἐλευθερώσῃ».
33. Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτόν, «Εἴμεθα ἀπόγονοι τοῦ Ἀβραὰμ καὶ δὲν ἐγίναμε ποτὲ δοῦλοι κανενός. Πῶς ἐσὺ λές, Θὰ γίνετε ἐλεύθεροι;».
34. Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ὅτι καθένας ποὺ κάνει ἁμαρτίαν, εἶναι δοῦλος τῆς ἁμαρτίας.
35. Ὁ δὲ δοῦλος δὲν μένει εἰς τὸ σπίτι παντοτεινά· ὁ Υἱὸς μένει παντοτεινά.