14. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Καὶ ἐὰν ἀκόμη δίνω μαρτυρίαν διὰ τὸν ἑαυτόν μου, ἡ μαρτυρία μου εἶναι ἔγκυρη, διότι ξέρω ἀπὸ ποῦ ἦλθα καὶ ποῦ πηγαίνω, σεῖς ὅμως δὲν ξέρετε ἀπὸ ποῦ ἔρχομαι ἢ ποῦ πηγαίνω.
15. Σεῖς κρίνετε σύμφωνα μὲ ἀνθρώπινους κανόνες, ἐγὼ δὲν κρίνω κανένα.
16. Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἐγὼ κρίνω, ἡ κρίσις μου εἶναι ἔγκυρη, διότι δὲν κρίνω ἐγὼ μόνος ἀλλὰ ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας ποὺ μὲ ἔστειλε.
17. Εἰς τὸν νόμον σας εἶναι γραμμένον, ὅτι ἡ μαρτυρία δύο ἀνθρώπων εἶναι ἔγκυρη.
18. Ἐγὼ εἶμαι ποὺ δίνω μαρτυρίαν διὰ τὸν ἑαυτόν μου καὶ μαρτυρεῖ δι᾽ ἐμὲ καὶ ὁ Πατέρας ποὺ μὲ ἔστειλε».
19. Ἔλεγαν λοιπὸν εἰς αὐτόν, «Ποῦ εἶναι ὁ Πατέρας σου;». Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Οὔτε ἐμὲ ξέρετε, οὔτε τὸν Πατέρα μου. Ἐὰν ἠξέρατε ἐμέ, θὰ ἠξέρατε καὶ τὸν Πατέρα μου».
20. Αὐτὰ τὰ λόγια τὰ εἶπεν ὁ Ἰησοῦς κοντὰ εἰς τὸ θησαυροφυλάκιον ὅταν ἐδίδασκε εἰς τὸν ναόν, καὶ κανεὶς δὲν τὸν ἔπιασε, διότι δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη ἡ ὥρα του.
21. Πάλιν τοὺς εἶπε, «Ἐγὼ φεύγω καὶ θὰ μὲ ζητήσετε ἀλλὰ θὰ πεθάνετε μέσα στὴν ἁμαρτίαν σας. Ὅπου πάω ἐγώ, δὲν μπορεῖτε σεῖς νὰ ἔλθετε».
22. Τότε εἶπαν οἱ Ἰουδαῖοι, «Μήπως θὰ αὐτοκτονήσῃ; Διότι λέγει, «Ὅπου πάω ἐγώ, δὲν μπορεῖτε σεῖς νὰ ἔλθετε».
23. Καὶ αὐτὸς τοὺς εἶπε, «Σεῖς εἶσθε ἐκ τῶν κάτω, ἐγὼ εἶμαι ἐκ τῶν ἄνω. Σεῖς εἶσθε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμον, ἐγὼ δὲν εἶμαι ἀπὸ τὸν κόσμον αὐτόν.
24. Διὰ τοῦτο εἶπα ὅτι θὰ πεθάνετε μέσα στὶς ἁμαρτίες σας, διότι ἐὰν δὲν πιστέψετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι, θὰ πεθάνετε μέσα στὶς ἁμαρτίες σας».
25. Τότε ἐκεῖνοι τοῦ εἶπαν, «Σὺ ποιός εἶσαι;» καὶ ὁ Ἰησοῦς τοὺς εἶπε, «Ὅ,τι σᾶς λέγω ἀπὸ τὴν ἀρχήν.