35. Εἶπαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι μεταξύ τους, «Ποῦ πρόκειται αὐτὸς νὰ πάῃ ὥστε νὰ μὴ μποροῦμε νὰ τὸν βροῦμε; Μήπως πρόκειται νὰ πάῃ εἰς τοὺς Ἰουδαίους τοὺς διασκορπισμένους εἰς τὰ ἔθνη καὶ νὰ διδάσκῃ τοὺς ἐθνικούς;
36. Τί σημαίνει αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ εἶπε, «Θὰ μὲ ζητήσετε ἀλλὰ δὲν θὰ μὲ βρῆτε» καὶ «Ὅπου εἶμαι ἐγώ, δὲν μπορεῖτε σεῖς νὰ ἔλθετε»;
37. Τὴν τελευταίαν ἡμέραν τὴν μεγάλην τῆς ἑορτῆς ἐστάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐφώναξε δυνατά, «Ἐὰν κανεὶς διψᾷ, ἂς ἔλθῃ σ᾽ ἐμὲ καὶ ἂς πιῇ.
38. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ᾽ ἐμέ, καθὼς εἶπε ἡ γραφή, «Θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλιά του ποταμοὶ νεροῦ ζωντανοῦ».
39. Αὐτὸ τὸ εἶπε διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἔπαιρναν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπίστευαν σ᾽ αὐτόν· διότι δὲν εἶχε δοθῆ ἀκόμη Πνεῦμα Ἅγιον, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῆ.
40. Πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος, ὅταν ἄκουσαν αὐτά, ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Προφήτης»,
41. ἄλλοι ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι ὁ Χριστός», ἄλλοι ἔλεγαν, «Μήπως ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὴν Γαλιλαίαν;
42. Δὲν εἶπε ἡ γραφὴ ὅτι ὁ Χριστὸς ἔρχεται ἀπὸ τὸ σπέρμα τοῦ Δαυῒδ καὶ ἀπὸ τὴν κωμόπολιν Βηθλεὲμ ὅπου ἦτο ὁ Δαυΐδ;».