3. τοῦ εἶπαν οἱ ἀδελφοί του, «Φύγε ἀπ᾽ ἐδῶ καὶ πήγαινε εἰς τὴν Ἰουδαίαν διὰ νὰ ἰδοῦν καὶ οἱ μαθηταί σου τὰ ἔργα ποὺ κάνεις,
4. διότι κανεὶς δὲν κάνει τίποτε εἰς τὰ κρυφὰ ὅταν ζητῇ νὰ γίνῃ γνωστός. Ἐὰν κάνῃς αὐτὰ τὰ πράγματα, φανερώσου εἰς τὸν κόσμον».
5. Διότι οὔτε καὶ οἱ ἀδελφοί του δὲν ἐπίστευαν εἰς αὐτόν.
6. Λέγει τότε εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ὁ δικός μου καιρὸς ἀκόμη δὲν ἦλθε, ἐνῷ γιὰ σᾶς ὁ καιρὸς εἶναι πάντοτε κατάλληλος.
7. Ὁ κόσμος δὲν μπορεῖ νὰ μισῇ ἐσᾶς, ἐμὲ ὅμως μὲ μισεῖ, ἐπειδὴ μαρτυρῶ ὅτι τὰ ἔργα του εἶναι πονηρά.
8. Πηγαίνετε σεῖς εἰς τὴν ἑορτήν· ἐγὼ δὲν θὰ πάω ἀκόμη εἰς τὴν ἑορτὴν αὐτήν, διότι ὁ κατάλληλος καιρὸς γιὰ μένα ἀκόμη δὲν ἔχει ἔλθει».
9. Ἀφοῦ τοὺς εἶπε αὐτὰ ἔμεινε εἰς τὴν Γαλιλαίαν.
10. Ἀλλ᾽ ὅταν ἐπῆγαν οἱ ἀδελφοί του εἰς τὴν ἑορτήν, τότε ἐπῆγε καὶ αὐτός, ὄχι φανερὰ ἀλλὰ σχεδὸν κρυφά.
11. Οἱ Ἰουδαῖοι τὸν ἀναζητοῦσαν κατὰ τὴν ἑορτὴν καὶ ἔλεγαν, «Ποῦ εἶναι ἐκεῖνος;»,
12. καὶ ἐγίνετο μεγάλη φιλονεικία γι᾽ αὐτὸν μεταξὺ τοῦ λαοῦ. Οἱ μὲν ἔλεγαν, «Εἶναι καλὸς ἄνθρωπος», ἄλλοι ἔλεγαν, «Ὄχι, πλανᾶ τὸν λαόν».