29. Ἐγὼ τὸν ξέρω, διότι εἶμαι ἀπὸ αὐτὸν καὶ ἐκεῖνος μὲ ἔστειλε».
30. Ἐζητοῦσαν τότε νὰ τὸν πιάσουν ἀλλὰ κανεὶς δὲν ἔβαλε χέρι ἐπάνω του, διότι δὲν εἶχε ἔλθει ἀκόμη ἡ ὥρα του.
31. Πολλοὶ ἀπὸ τὸν λαὸν ἐπίστεψαν εἰς αὐτὸν καὶ ἔλεγαν, «Ὅταν ἔλθῃ ὁ Χριστὸς μήπως θὰ κάνῃ περισσότερα θαύματα ἀπὸ ὅσα κάνει αὐτός;».
32. Οἱ Φαρισαῖοι ἄκουσαν νὰ ψιθυρίζῃ ὁ κόσμος αὐτὰ τὰ πράγματα γι᾽ αὐτὸν καὶ ἔστειλαν οἱ Φαρισαῖοι καὶ οἱ ἀρχιερεῖς ὑπηρέτας διὰ νὰ τὸν πιάσουν.
33. Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς, «Ἀκόμη ὀλίγον χρόνον θὰ εἶμαι μαζί σας καὶ ὕστερα θὰ πάω σ᾽ ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε.
34. Θὰ μὲ ζητήσετε ἀλλὰ δὲν θὰ μὲ βρῆτε. Ὅπου εἶμαι ἐγώ, δὲν μπορεῖτε σεῖς νὰ ἔλθετε».
35. Εἶπαν τότε οἱ Ἰουδαῖοι μεταξύ τους, «Ποῦ πρόκειται αὐτὸς νὰ πάῃ ὥστε νὰ μὴ μποροῦμε νὰ τὸν βροῦμε; Μήπως πρόκειται νὰ πάῃ εἰς τοὺς Ἰουδαίους τοὺς διασκορπισμένους εἰς τὰ ἔθνη καὶ νὰ διδάσκῃ τοὺς ἐθνικούς;
36. Τί σημαίνει αὐτὸς ὁ λόγος ποὺ εἶπε, «Θὰ μὲ ζητήσετε ἀλλὰ δὲν θὰ μὲ βρῆτε» καὶ «Ὅπου εἶμαι ἐγώ, δὲν μπορεῖτε σεῖς νὰ ἔλθετε»;
37. Τὴν τελευταίαν ἡμέραν τὴν μεγάλην τῆς ἑορτῆς ἐστάθηκε ὁ Ἰησοῦς καὶ ἐφώναξε δυνατά, «Ἐὰν κανεὶς διψᾷ, ἂς ἔλθῃ σ᾽ ἐμὲ καὶ ἂς πιῇ.
38. Ἐκεῖνος ποὺ πιστεύει σ᾽ ἐμέ, καθὼς εἶπε ἡ γραφή, «Θὰ τρέξουν ἀπὸ τὴν κοιλιά του ποταμοὶ νεροῦ ζωντανοῦ».
39. Αὐτὸ τὸ εἶπε διὰ τὸ Πνεῦμα, τὸ ὁποῖον θὰ ἔπαιρναν ἐκεῖνοι ποὺ θὰ ἐπίστευαν σ᾽ αὐτόν· διότι δὲν εἶχε δοθῆ ἀκόμη Πνεῦμα Ἅγιον, ἐπειδὴ ὁ Ἰησοῦς δὲν εἶχε ἀκόμη δοξασθῆ.
40. Πολλοὶ ἀπὸ τὸ πλῆθος, ὅταν ἄκουσαν αὐτά, ἔλεγαν, «Αὐτὸς εἶναι πραγματικὰ ὁ Προφήτης»,