49. Οἱ πατέρες σας ἔφαγαν τὸ μάννα εἰς τὴν ἔρημον καὶ πέθαναν.
50. Αὐτὸς εἶναι ὁ ἄρτος, ποὺ κατεβαίνει ἀπὸ τὸν οὐρανόν, διὰ νὰ φάγῃ ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ αὐτὸν καὶ νὰ μὴ πεθάνῃ.
51. Ἐγὼ εἶμαι ὁ ἄρτος ὁ ζωντανός, ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανόν· ἐὰν φάγῃ κανεὶς ἀπὸ τὸν ἄρτον αὐτόν, θὰ ζήσῃ αἰωνίως, ὁ ἄρτος δὲ τὸν ὁποῖον ἐγὼ θὰ δώσω, εἶναι ἡ σάρκα μου, τὴν ὁποίαν θὰ δώσω ὑπὲρ τῆς ζωῆς τοῦ κόσμου».
52. Οἱ Ἰουδαῖοι ἐφιλονεικοῦσαν μεταξύ τους καὶ ἔλεγαν, «Πῶς μπορεῖ αὐτὸς νὰ μᾶς δώσῃ νὰ φάγωμεν τὴν σάρκα του;».