15. ὥστε καθένας ποὺ πιστεύει εἰς αὐτὸν νὰ μὴ χαθῇ, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.
16. Διότι τόσον πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε ἔδωκε τὸν Υἱόν του τὸν μονογενῆ, διὰ νὰ μὴ χαθῇ ὅποιος πιστεύει εἰς αὐτόν, ἀλλὰ νὰ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον.
17. Διότι δὲν ἔστειλε ὁ Θεὸς τὸν Υἱόν του εἰς τὸν κόσμον, διὰ νὰ καταδικάσῃ τὸν κόσμον, ἀλλὰ διὰ νὰ σωθῇ ὁ κόσμος δι᾽ αὐτοῦ.
18. Ἐκεῖνος, ποὺ πιστεύει εἰς αὐτόν, δὲν καταδικάζεται· ἐκεῖνος, ποὺ δὲν πιστεύει, ἤδη ἔχει καταδικασθῆ, διότι δὲν ἔχει πιστέψει εἰς τὸ ὄνομα τοῦ μονογενοῦς Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ.
19. Ἡ καταδίκη συνίσταται εἰς τοῦτο: ὅτι τὸ φῶς ἔχει ἔλθει εἰς τὸν κόσμον ἀλλ᾽ οἱ ἄνθρωποι ἀγάπησαν μᾶλλον τὸ σκοτάδι παρὰ τὸ φῶς, ἐπειδὴ τὰ ἔργα τους ἦσαν πονηρά.
20. Ὄποιος κάνει τὸ κακὸν μισεῖ τὸ φῶς καὶ δὲν ἔρχεται εἰς τὸ φῶς, διὰ νὰ μὴ γίνουν φανερὰ τὰ ἔργα του·