1. Ὑπῆρχε κάποιος ἐκ τῶν Φαρισαίων τοῦ ὁποίου τὸ ὄνομα ἦτο Νικόδημος, ἄρχων τῶν Ἰουδαίων.
2. Αὐτὸς ἦλθε τὴν νύχτα εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπε, «Ραββί, ξέρομεν ὅτι ἦλθες ὡς διδάσκαλος ἀπὸ τὸν Θεόν, διότι κανεὶς δὲν ἠμπορεῖ νὰ κάνῃ τὰ θαύματα ποὺ σὺ κάνεις, ἐὰν δὲν εἶναι ὁ Θεὸς μαζί του».
3. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σοῦ λέγω, ἐὰν δὲν γεννηθῇ κανεὶς ἄνωθεν, δὲν μπορεῖ νὰ ἰδῇ τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ».
4. Λέγει πρὸς αὐτὸν ὁ Νικόδημος, «Πῶς μπορεῖ νὰ γεννηθῇ ἕνας ἄνθρωπος ὅταν εἶναι γέρων; Μήπως μπορεῖ διὰ δευτέραν φορὰν νὰ μπῇ εἰς τὴν κοιλιὰ τῆς μητέρας του καὶ νὰ γεννηθῇ;».