8. Οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριον σύροντες τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια, διότι δὲν ἦσαν μακρυὰ ἀπὸ τὴν ξηρὰν παρὰ περίπου διακόσιους πήχεις.
9. Μόλις ἀπεβιβάσθησαν εἰς τὴν ξηράν, βλέπουν ἀναμμένα κάρβουνα καὶ ἕνα ψάρι ἐπάνω σ᾽ αὐτά, καὶ ψωμί.
10. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς λέγει, «Φέρτε ἀπὸ τὰ ψάρια ποὺ ἐπιάσατε τώρα».
11. Ὁ Σίμων Πέτρος ἀνέβηκε εἰς τὸ πλοιάριον καὶ ἔσυρε τὸ δίχτυ εἰς τὴν ξηρὰν γεμᾶτο ἀπὸ μεγάλα ψάρια, ἑκατὸν πενῆντα τρία, καὶ ὅμως, ἂν καὶ ἦσαν τόσο πολλά, δὲν ἐσχίσθηκε τὸ δίχτυ.
12. Τοὺς λέγει τότε ὁ Ἰησοῦς, «Ἐλᾶτε νὰ προγευματίσετε». Κανεὶς ἀπὸ τοὺς μαθητὰς δὲν ἐτολμοῦσε νὰ τὸν ἐρωτήσῃ, «Ποιός εἶσαι;», διότι ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Κύριος.
13. Ἔρχεται τότε ὁ Ἰησοῦς καὶ παίρνει τὸ ψωμὶ καὶ τοὺς τὸ δίνει καὶ ἐπίσης τὸ ψάρι.
14. Αὐτὴ ἦτο ἤδη ἡ τρίτη φορὰ ποὺ ὁ Ἰησοῦς φανερώθηκε εἰς τοὺς μαθητάς του, ἀφ᾽ ὅτου ἀναστήθηκε ἐκ νεκρῶν.