4. Ὅταν πλέον ἔγινε πρωΐ, ὁ Ἰησοῦς στεκότανε στὴν ἀκρογιαλιά. Ἀλλ᾽ οἱ μαθηταὶ δὲν ἤξεραν ὅτι εἶναι ὁ Ἰησοῦς.
5. Τοὺς λέγει τότε ὁ Ἰησοῦς, «Παιδιά, μήπως ἔχετε κανένα προσφάγι;». Τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Ὄχι».
6. Αὐτὸς δὲ τοὺς εἶπε, «Ρίξτε τὸ δίχτυ εἰς τὸ δεξὶ μέρος τοῦ πλοίου καὶ θὰ βρῆτε». Ἔρριξαν λοιπὸν καὶ δὲν μπόρεσαν νὰ τὸ ἀνασύρουν ἐξ αἰτίας τοῦ μεγάλου ἀριθμοῦ τῶν ψαριῶν.
7. Λέγει τότε εἰς τὸν Πέτρον ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος, ποὺ ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, «Ὁ Κύριος εἶναι». Ὅταν ὁ Σίμων Πέτρος ἄκουσε ὅτι εἶναι ὁ Κύριος, ἐζώσθηκε τὸ χιτῶνι, διότι ἦτο γυμνός, καὶ ρίχθηκε εἰς τὴν θάλασσαν.
8. Οἱ δὲ ἄλλοι μαθηταὶ ἦλθαν μὲ τὸ πλοιάριον σύροντες τὸ δίχτυ μὲ τὰ ψάρια, διότι δὲν ἦσαν μακρυὰ ἀπὸ τὴν ξηρὰν παρὰ περίπου διακόσιους πήχεις.