5. Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον». Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἐγὼ εἶμαι». Ἦτο δὲ μαζί τους καὶ ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος τὸν παρέδωσε.
6. Μόλις τοὺς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι», ὀπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν χάμω.
7. Πάλιν τοὺς ἐρώτησε, «Ποιόν ζητᾶτε;»· αὐτοὶ δὲ ἀπεκρίθησαν, «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον».
8. Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Σᾶς εἶπα ὅτι ἐγὼ εἶμαι. Ἐὰν λοιπὸν ζητᾶτε ἐμέ, ἀφῆστε αὐτοὺς νὰ φύγουν»,
9. — διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος ποὺ εἶπε, «Ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔδωκες δὲν ἔχασα κανένα» —.