5. Ἐκεῖνοι τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον». Λέγει εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰησοῦς, «Ἐγὼ εἶμαι». Ἦτο δὲ μαζί τους καὶ ὁ Ἰούδας, ὁ ὁποῖος τὸν παρέδωσε.
6. Μόλις τοὺς εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι», ὀπισθοχώρησαν καὶ ἔπεσαν χάμω.
7. Πάλιν τοὺς ἐρώτησε, «Ποιόν ζητᾶτε;»· αὐτοὶ δὲ ἀπεκρίθησαν, «Ἰησοῦν τὸν Ναζωραῖον».
8. Ἀπεκρίθη ὁ Ἰησοῦς, «Σᾶς εἶπα ὅτι ἐγὼ εἶμαι. Ἐὰν λοιπὸν ζητᾶτε ἐμέ, ἀφῆστε αὐτοὺς νὰ φύγουν»,
9. — διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος ποὺ εἶπε, «Ἀπὸ ἐκείνους ποὺ μοῦ ἔδωκες δὲν ἔχασα κανένα» —.
10. Τότε ὁ Σίμων Πέτρος, ὁ ὁποῖος εἶχε μαχαίρι, τὸ ἔσυρε καὶ ἐκτύπησε τὸν δοῦλον τοῦ ἀρχιερέως καὶ τοῦ ἔκοψε τὸ δεξὶ αὐτί. Ὁ δοῦλος ὠνομάζετο Μάλχος.
11. Εἶπε τότε ὁ Ἰησοῦς εἰς τὸν Πέτρον, «Βάλε τὸ μαχαίρι εἰς τὴν θήκην. Τὸ ποτῆρι ποὺ μοῦ ἔδωκε ὁ Πατέρας δὲν πρέπει νὰ τὸ πιῶ;».
12. Ἡ φρουρὰ καὶ ὁ χιλίαρχος καὶ οἱ ὑπηρέται τῶν Ἰουδαίων συνέλαβαν κατόπιν τὸν Ἰησοῦν καὶ τὸν ἔδεσαν
13. καὶ τὸν ἔφεραν πρῶτα εἰς τὸν Ἄνναν, διότι ἦτο πεθερὸς τοῦ Καϊάφα, ἀρχιερέως τοῦ ἔτους ἐκείνου.
14. Ὁ Καϊάφας ἦτο ἐκεῖνος ποὺ συνεβούλευσε τοὺς Ἰουδαίους ὅτι συμφέρει νὰ πεθάνῃ ἕνας ἄνθρωπος χάριν τοῦ λαοῦ.