Κατα Ιωαννην 18:22-35 Η Καινή Διαθήκη του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού κατά νεοελληνικήν απόδοσιν (NTV)

22. Μόλις εἶπε αὐτό, ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπηρέτας, ποὺ παρευρίσκετο ἐκεῖ, ἔδωκε ράπισμα εἰς τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπε, «Ἔτσι ἀποκρίνεσαι εἰς τὸν ἀρχιερέα;».

23. Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν ὁ Ἰησοῦς, «Ἐὰν ἐμίλησα κακῶς, μαρτύρησε διὰ τὸ κακόν, ἐὰν δὲ καλῶς, γιατί μὲ κτυπᾶς;».

24. Ὁ Ἄννας τὸν ἔστειλε δεμένον εἰς τὸν Καϊάφαν τὸν ἀρχιερέα.

25. Ὁ δὲ Σίμων Πέτρος στεκότανε καὶ ζεσταινότανε. Τὸν ρωτοῦν, «Μήπως εἶσαι καὶ σὺ ἀπὸ τοὺς μαθητάς του;». Ἐκεῖνος τὸ ἀρνήθηκε καὶ εἶπε, «Δὲν εἶμαι».

26. Ἕνας ἀπὸ τοὺς δούλους τοῦ ἀρχιερέως, συγγενὴς ἐκείνου ποὺ τοῦ ἀπέκοψεν ὁ Πέτρος τὸ αὐτί, εἶπε, «Δὲν σὲ εἶδα ἐγὼ εἰς τὸν κῆπον μαζί του;».

27. Πάλιν τὸ ἀρνήθηκε ὁ Πέτρος καὶ ἀμέσως ἐλάλησε ἕνας πετεινός.

28. Ἀπὸ τὸν Καϊάφαν ἔφεραν τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ κυβερνεῖον. Ἦτο τότε πρωΐ. Αὐτοὶ οἱ ἴδιοι δὲν ἐμπῆκαν εἰς τὸ κυβερνεῖον διὰ νὰ μὴ μολυνθοῦν, ἀλλὰ νὰ εἶναι εἰς θέσιν νὰ φάγουν τὸ πάσχα.

29. Ἐβγῆκε τότε ὁ Πιλᾶτος πρὸς αὐτοὺς καὶ εἶπε, «Ποιάν κατηγορίαν φέρετε ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου;».

30. Αὐτοὶ τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Ἐὰν δὲν ἦτο κακοποιός, δὲν θὰ σοῦ τὸν εἴχαμε παραδώσει».

31. Τότε τοὺς εἶπε ὁ Πιλᾶτος, «Πάρτε τον σεῖς καὶ κατὰ τὸν νόμον σας δικάστε τον». Οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ ἀπεκρίθησαν, «Δὲν μᾶς ἐπιτρέπεται νὰ θανατώσωμεν κανένα».

32. — Διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ, τὸν ὁποῖον εἶπε, διὰ νὰ δηλώσῃ μὲ ποῖον θάνατον ἔμελλε νὰ πεθάνῃ. —

33. Ἐμπῆκε τότε πάλιν ὁ Πιλᾶτος εἰς τὸ κυβερνεῖον, ἐφώναξε τὸν Ἰησοῦν καὶ τοῦ εἶπε, «Σὺ εἶσαι ὁ βασιλεὺς τῶν Ἰουδαίων;».

34. Ὁ Ἰησοῦς τοῦ ἀπεκρίθη, «Ἀπὸ τὸν ἑαυτόν σου τὸ λέγεις αὐτὸ ἢ σοῦ τὸ εἶπαν ἄλλοι γιὰ μένα;».

35. Ἀπεκρίθη ὁ Πιλᾶτος, «Μήπως ἐγὼ εἶμαι Ἰουδαῖος; Τὸ δικό σου ἔθνος καὶ οἱ ἀρχιερεῖς σὲ παρέδωκαν σ᾽ ἐμέ· τί ἔκανες;».

Κατα Ιωαννην 18