15. Ἀκολούθησε δὲ τὸν Ἰησοῦν ὁ Σίμων Πέτρος καὶ ὁ ἄλλος μαθητής. Ὁ μαθητὴς ἐκεῖνος ἦτο γνωστὸς εἰς τὸν ἀρχιερέα καὶ ἐμπῆκε μαζὶ μὲ τὸν Ἰησοῦν εἰς τὸ ἀνάκτορον τοῦ ἀρχιερέως.
16. Ἀλλ᾽ ὁ Πέτρος στεκότανε ἔξω κοντὰ στὴν πόρτα. Ἐβγῆκε τότε ὁ μαθητὴς ὁ ἄλλος, ὁ ὁποῖος ἦτο γνωστὸς εἰς τὸν ἀρχιερέα, καὶ εἶπεν εἰς τὴν θυρωρὸν καὶ ἔμπασε τὸν Πέτρον.
17. Λέγει ἡ δούλη ἡ θυρωρὸς εἰς τὸν Πέτρον, «Μήπως εἶσαι καὶ σὺ ἀπὸ τοὺς μαθητὰς τοῦ ἀνθρώπου αὐτοῦ;». Ἐκεῖνος εἶπε, «Δὲν εἶμαι».
18. Ἐστέκοντο ἐκεῖ οἱ δοῦλοι καὶ οἱ ὑπηρέται, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἀνάψει κάρβουνα γιὰ νὰ ζεσταθοῦν, διότι ἔκανε κρύο· στεκότανε δὲ μαζί τους καὶ ὁ Πέτρος καὶ ζεσταινότανε.