17. Ἐὰν τὰ ξέρετε αὐτά, θὰ εἶσθε εὐτυχεῖς ἐὰν τὰ κάνετε.
18. Δὲν ὁμιλῶ γιὰ σᾶς ὅλους· ἐγὼ ξέρω ποιούς διάλεξα, ἀλλὰ διὰ νὰ ἐκπληρωθῇ ἡ γραφή, Ἐκεῖνος ποὺ τρώγει μαζί μου ψωμί, ἐσήκωσε τὴν πτέρναν ἐναντίον μου.
19. Ἀπὸ τώρα σᾶς τὰ λέγω, πρὶν γίνουν, ὥστε ὅταν γίνουν νὰ πιστέψετε ὅτι ἐγὼ εἶμαι ὁ Χριστός.
20. Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐκεῖνος ποὺ δέχεται ὅποιον στείλω, ἐμὲ δέχεται, καὶ ἐκεῖνος ποὺ δέχεται ἐμέ, δέχεται ἐκεῖνον ποὺ μὲ ἔστειλε».
21. Ἀφοῦ εἶπεν αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς, ἀνεφώνησε μὲ ταραγμένον πνεῦμα, «Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἕνας ἀπὸ σᾶς θὰ μὲ παραδώσῃ».
22. Ἐκύτταξαν τότε οἱ μαθηταὶ ὁ ἕνας τὸν ἄλλον καὶ ἀποροῦσαν γιὰ ποιόν τὸ λέγει.
23. Ἕνας ἀπ᾽ αὐτούς, ὁ μαθητὴς τὸν ὁποῖον ἀγαποῦσε ὁ Ἰησοῦς, ἦτο πεσμένος εἰς τὸν κόλπον τοῦ Ἰησοῦ.
24. Τοῦ κάνει νεῦμα ὁ Σίμων Πέτρος νὰ πληροφορηθῇ γιὰ ποιόν ἆραγε τὸ λέγει.
25. Ἐκεῖνος ἔπεσε εἰς τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ καὶ τοῦ λέγει, «Κύριε, ποιός εἶναι;».
26. Ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς, «Εἶναι ἐκεῖνος, εἰς τὸν ὁποῖον ἀφοῦ βουτήξω τὸ ψωμί, θὰ τοῦ τὸ δώσω», καὶ ὅταν ἐβούτηξε τὸ ψωμὶ τὸ ἔδωσε εἰς τὸν Ἰούδαν, τὸν υἱὸν τοῦ Σίμωνος, τὸν Ἰσκαριώτην.