32. Καὶ ὅταν ἐγὼ ὑψωθῶ ἀπὸ τὴν γῆν, θὰ ἑλκύσω ὅλους πρὸς τὸν ἑαυτόν μου».
33. Αὐτὸ τὸ ἔλεγε, διὰ νὰ ὑποδείξῃ μὲ ποιόν τρόπον θὰ πέθαινε.
34. Ἀπεκρίθη εἰς αὐτὸν τὸ πλῆθος, «Ἐμεῖς ἀκούσαμε ἀπὸ τὸν νόμον ὅτι ὁ Χριστὸς μένει αἰωνίως καὶ πῶς ἐσὺ λὲς ὅτι πρέπει νὰ ὑψωθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου;».
35. Τότε τοὺς εἶπε ὁ Ἰησοῦς, «Διὰ λίγον χρόνον ἀκόμη ἔχετε τὸ φῶς μεταξύ σας. Περπατᾶτε ἐν ὅσῳ ἔχετε τὸ φῶς, διὰ νὰ μὴ σᾶς πιάσῃ τὸ σκοτάδι· ἐκεῖνος ποὺ περπατεῖ στὸ σκοτάδι δὲν ξέρει ποῦ πηγαίνει.
36. Ἐν ὅσῳ ἔχετε τὸ φῶς, πιστεύετε εἰς τὸ φῶς, διὰ νὰ γίνετε παιδιὰ τοῦ φωτός». Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ ὁ Ἰησοῦς ἔφυγε ἀπ᾽ αὐτοὺς καὶ κρύφθηκε.