14. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εὑρῆκε ἕνα μικρὸν ὄνον, καὶ ἐκάθησε ἐπάνω του, καθὼς εἶναι γραμμένον,
15. Μὴ φοβᾶσαι, θυγατέρα Σιών, νά, ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθισμένος εἰς ἕνα πουλάρι ὄνου.
16. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ κατάλαβαν τότε οἱ μαθηταί του, ἀλλ᾽ ὅταν ἐδοξάσθηκε ὁ Ἰησοῦς, τότε θυμήθηκαν ὅτι αὐτὰ ἦσαν γραμμένα γι᾽ αὐτὸν καὶ ὅτι τοῦ τὰ ἔκαναν.
17. Ὁ δὲ κόσμος ποὺ ἦτο μαζί του ἔδινε μαρτυρίαν ὅτι ἐφώναξε τὸν Λάζαρον ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ τὸν ἀνέστησε ἐκ τῶν νεκρῶν.
18. Διὰ τοῦτο καὶ τὸν ὑποδέχθηκε ὁ κόσμος διότι ἄκουσαν ὅτι ἔκανε αὐτὸ τὸ θαῦμα.
19. Εἶπαν τότε οἱ Φαρισαῖοι μεταξύ τους, «Βλέπετε ὅτι δὲν κάνετε τίποτε; Νά, ὅλος ὁ κόσμος ἔτρεξε ὀπίσω του».
20. Ἦσαν μερικοὶ Ἕλληνες μεταξὺ ἐκείνων ποὺ εἶχαν ἀνεβῆ διὰ νὰ προσκυνήσουν κατὰ τὴν ἑορτήν.
21. Αὐτοὶ λοιπὸν ἦλθαν εἰς τὸν Φίλιππον, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ τοῦ εἶπαν, «Κύριε, θέλομε νὰ ἰδοῦμε τὸν Ἰησοῦν».
22. Ἔρχεται ὁ Φίλιππος καὶ τὸ λέγει εἰς τὸν Ἀνδρέαν καὶ ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Φίλιππος τὸ λέγουν εἰς τὸν Ἰησοῦν.
23. Ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη εἰς αὐτούς, «Ἦλθε ἡ ὥρα διὰ νὰ δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.
24. Ἀλήθεια, ἀλήθεια σᾶς λέγω, ἐὰν ὁ σπόρος τοῦ σιταριοῦ δὲν πέσῃ εἰς τὴν γῆν καὶ πεθάνῃ, μένει αὐτὸς μόνος, ἐὰν ὅμως πεθάνῃ, φέρει πολὺν καρπόν.
25. Ἐκεῖνος ποὺ ἀγαπᾶ τὴν ζωήν του θὰ τὴν χάσῃ, καὶ ἐκεῖνος ποὺ μισεῖ τὴν ζωήν του εἰς τὸν κόσμον τοῦτον, θὰ τὴν φυλάξῃ εἰς ζωὴν αἰώνιον.
26. Ἐὰν μὲ ὑπηρετῇ κανείς, πρέπει νὰ μὲ ἀκολουθῇ, καὶ ὅπου εἶμαι ἐγώ, ἐκεῖ θὰ εἶναι καὶ ὁ ὑπηρέτης μου· ἐὰν κανεὶς μὲ ὑπηρετῇ θὰ τὸν τιμήσῃ ὁ Πατέρας.