12. Τὴν ἑπομένην ἡμέραν πολὺς κόσμος ποὺ εἶχε ἔλθει εἰς τὴν ἑορτήν, ὅταν ἄκουσαν ὅτι ἔρχεται ὁ Ἰησοῦς εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα,
13. ἐπῆραν κλάδους ἀπὸ φοίνικας καὶ ἐβγῆκαν πρὸς προϋπάντησίν του καὶ ἔκραζαν, «Ὡσαννά, εὐλογημένος νὰ εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔρχεται εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου, ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ».
14. Ὁ δὲ Ἰησοῦς εὑρῆκε ἕνα μικρὸν ὄνον, καὶ ἐκάθησε ἐπάνω του, καθὼς εἶναι γραμμένον,
15. Μὴ φοβᾶσαι, θυγατέρα Σιών, νά, ὁ βασιλεύς σου ἔρχεται καθισμένος εἰς ἕνα πουλάρι ὄνου.
16. Τὰ λόγια αὐτὰ δὲν τὰ κατάλαβαν τότε οἱ μαθηταί του, ἀλλ᾽ ὅταν ἐδοξάσθηκε ὁ Ἰησοῦς, τότε θυμήθηκαν ὅτι αὐτὰ ἦσαν γραμμένα γι᾽ αὐτὸν καὶ ὅτι τοῦ τὰ ἔκαναν.
17. Ὁ δὲ κόσμος ποὺ ἦτο μαζί του ἔδινε μαρτυρίαν ὅτι ἐφώναξε τὸν Λάζαρον ἀπὸ τὸ μνῆμα καὶ τὸν ἀνέστησε ἐκ τῶν νεκρῶν.
18. Διὰ τοῦτο καὶ τὸν ὑποδέχθηκε ὁ κόσμος διότι ἄκουσαν ὅτι ἔκανε αὐτὸ τὸ θαῦμα.
19. Εἶπαν τότε οἱ Φαρισαῖοι μεταξύ τους, «Βλέπετε ὅτι δὲν κάνετε τίποτε; Νά, ὅλος ὁ κόσμος ἔτρεξε ὀπίσω του».
20. Ἦσαν μερικοὶ Ἕλληνες μεταξὺ ἐκείνων ποὺ εἶχαν ἀνεβῆ διὰ νὰ προσκυνήσουν κατὰ τὴν ἑορτήν.
21. Αὐτοὶ λοιπὸν ἦλθαν εἰς τὸν Φίλιππον, ὁ ὁποῖος ἦτο ἀπὸ τὴν Βηθσαϊδὰ τῆς Γαλιλαίας, καὶ τοῦ εἶπαν, «Κύριε, θέλομε νὰ ἰδοῦμε τὸν Ἰησοῦν».
22. Ἔρχεται ὁ Φίλιππος καὶ τὸ λέγει εἰς τὸν Ἀνδρέαν καὶ ὁ Ἀνδρέας καὶ ὁ Φίλιππος τὸ λέγουν εἰς τὸν Ἰησοῦν.
23. Ὁ Ἰησοῦς ἀπεκρίθη εἰς αὐτούς, «Ἦλθε ἡ ὥρα διὰ νὰ δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου.