34. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Δὲν εἶναι γραμμένον εἰς τὸν νόμον σας, Ἐγὼ εἶπα, εἶσθε Θεοί;
35. Ἐὰν ἐκείνους εἶπε Θεούς, πρὸς τοὺς ὁποίους ἦλθε ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ — καὶ ἡ γραφὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ καταργηθῇ —
36. σεῖς λέτε εἰς ἐκεῖνον, ποὺ ὁ Πατέρας τὸν ἁγίασε καὶ τὸν ἔστειλε εἰς τὸν κόσμον, «Βλασφημεῖς», ἐπειδὴ εἶπα, «Εἶμαι Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»;
37. Ἐὰν δὲν κάνω τὰ ἔργα τοῦ Πατέρα μου, μὴ μὲ πιστεύετε.
38. Ἐὰν ὅμως τὰ κάνω, τότε, καὶ ἂν ἀκόμη δὲν πιστεύετε σ᾽ ἐμέ, πιστέψατε εἰς τὰ ἔργα, διὰ νὰ γνωρίσετε καὶ πιστέψετε ὅτι ὁ Πατέρας εἶναι ἐν ἐμοὶ καὶ ἐγὼ ἐν αὐτῷ».
39. Ἐζητοῦσαν τότε πάλιν νὰ τὸν πιάσουν, ἀλλ᾽ ἐξέφυγε ἀπὸ τὰ χέρια τους.