17. Διὰ τοῦτο ὁ Πατέρας μὲ ἀγαπᾶ, διότι θυσιάζω τὴν ζωήν μου, διὰ νὰ τὴν πάρω πάλιν.
18. Κανεὶς δὲν μοῦ τὴν ἀφαιρεῖ, ἀλλ᾽ ἐγὼ οἰκειοθελῶς τὴν θυσιάζω· ἔχω ἐξουσίαν νὰ τὴν θυσιάσω καὶ ἔχω ἐξουσίαν πάλιν νὰ τὴν πάρω. Αὐτὴν τὴν ἐντολὴν ἔλαβα ἀπὸ τὸν Πατέρα μου».
19. Ἔγινε τότε πάλιν διχασμὸς μεταξὺ τῶν Ἰουδαίων ἐξ ἀφορμῆς τῶν λόγων αὐτῶν.
20. Πολλοὶ ἀπ᾽ αὐτοὺς ἔλεγαν, «Ἔχει δαιμόνιον καὶ εἶναι ἔξω φρενῶν, τί τὸν ἀκοῦτε;».
21. Ἄλλοι ἔλεγαν, «Αὐτὰ δὲν εἶναι λόγια δαιμονισμένου. Μήπως μπορεῖ δαιμόνιον νὰ ἀνοίξῃ τὰ μάτια τυφλῶν;».
22. Ἑωρτάζετο τότε ἡ ἑορτὴ τῶν ἐγκαινίων εἰς τὰ Ἱεροσόλυμα καὶ ἦτο χειμῶνας·
23. καὶ ὁ Ἰησοῦς περπατοῦσε εἰς τὸν ναόν, εἰς τὴν στοὰν τοῦ Σολομῶντος.
24. Τότε τὸν ἐκύκλωσαν οἱ Ἰουδαῖοι καὶ τοῦ ἔλεγαν, «Ἕως πότε θὰ μᾶς κρατᾷς σὲ ἀμφιβολίαν; Ἐὰν ἐσὺ εἶσαι ὁ Χριστός, νὰ μᾶς τὸ πῇς δημοσίᾳ».
25. Ὁ Ἰησοῦς τοὺς ἀπεκρίθη, «Σᾶς τὸ εἶπα ἀλλὰ δὲν πιστεύετε. Τὰ ἔργα, τὰ ὁποῖα ἐγὼ κάνω εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Πατέρα μου, αὐτὰ μαρτυροῦν δι᾽ ἐμέ.
26. Ἀλλὰ σεῖς δὲν πιστεύετε, διότι, ὅπως σᾶς εἶπα, δὲν εἶσθε ἀπὸ τὰ δικά μου πρόβατα.
27. Τὰ δικά μου πρόβατα ἀκοῦνε τὴν φωνήν μου καὶ ἐγὼ τὰ ξέρω καὶ μὲ ἀκολουθοῦν·
28. τοὺς δίνω ζωὴν αἰώνιον καὶ δὲν θὰ χαθοῦν ποτέ· κανεὶς δὲν θὰ τὰ ἁρπάξῃ ἀπὸ τὸ χέρι μου.
29. Ὁ Πατέρας μου, ὁ ὁποῖος μοῦ τὰ ἔχει δώσει, εἶναι μεγαλύτερος ὅλων καὶ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ τὰ ἁρπάξῃ ἀπὸ τὸ χέρι τοῦ Πατέρα μου.
30. Ἐγὼ καὶ ὁ Πατέρας εἴμεθα ἕνα».
31. Ἐσήκωσαν πάλιν πέτρες οἱ Ἰουδαῖοι διὰ νὰ τὸν λιθοβολήσουν.
32. Ὁ Ἰησοῦς τότε τοὺς εἶπε, «Πολλὰ καλὰ ἔργα σᾶς ἔδειξα ἀπὸ τὸν Πατέρα μου, γιὰ ποιό ἔργον ἀπὸ αὐτὰ μὲ λιθοβολεῖτε;».
33. Ἀπεκρίθησαν εἰς αὐτὸν οἱ Ἰουδαῖοι, «Δὲν σὲ λιθοβολοῦμε γιὰ κάποιο καλὸ ἔργον ἀλλὰ διὰ βλασφημίαν, διότι σύ, ἐνῷ εἶσαι ἄνθρωπος, κάνεις τὸν ἑαυτόν σου Θεόν».