11. Ἐγὼ εἶμαι ὁ βοσκὸς ὁ καλός. Ὁ βοσκὸς ὁ καλὸς θυσιάζει τὴν ζωήν του διὰ τὰ πρόβατα.
12. Ὁ μισθωτός, ὁ ὁποῖος δὲν εἶναι βοσκός, καὶ τὰ πρόβατα δὲν εἶναι δικά του, βλέπει τὸν λύκον νὰ ἔρχεται καὶ ἀφήνει τὰ πρόβατα καὶ φεύγει, καὶ ὁ λύκος τὰ ἁρπάζει καὶ τὰ σκορπίζει,
13. διότι εἶναι μισθωτὸς καὶ δὲν τὸν μέλει διὰ τὰ πρόβατα.
14. Ἐγὼ εἶμαι ὁ βοσκὸς ὁ καλὸς καὶ γνωρίζω τὰ δικά μου καὶ γνωρίζομαι ἀπὸ τὰ δικά μου
15. — ὅπως μὲ γνωρίζει ὁ Πατέρας καὶ γνωρίζω καὶ ἐγὼ τὸν Πατέρα — καὶ θυσιάζω τὴν ζωήν μου διὰ τὰ πρόβατα.
16. Ἔχω καὶ ἄλλα πρόβατα, τὰ ὁποῖα δὲν εἶναι ἀπὸ αὐτὴν τὴν μάνδρα· πρέπει νὰ φέρω καὶ ἐκεῖνα καὶ θὰ ἀκούσουν τὴν φωνήν μου καὶ θὰ γίνῃ ἕνα ποίμνιον, ἕνας βοσκός.
17. Διὰ τοῦτο ὁ Πατέρας μὲ ἀγαπᾶ, διότι θυσιάζω τὴν ζωήν μου, διὰ νὰ τὴν πάρω πάλιν.
18. Κανεὶς δὲν μοῦ τὴν ἀφαιρεῖ, ἀλλ᾽ ἐγὼ οἰκειοθελῶς τὴν θυσιάζω· ἔχω ἐξουσίαν νὰ τὴν θυσιάσω καὶ ἔχω ἐξουσίαν πάλιν νὰ τὴν πάρω. Αὐτὴν τὴν ἐντολὴν ἔλαβα ἀπὸ τὸν Πατέρα μου».