12. Εἰς ὅσους ὅμως τὸν ἐδέχθησαν, ἔδωκε ἐξουσίαν νὰ γίνουν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, εἰς ἐκείνους δηλαδὴ ποὺ πιστεύουν εἰς τὸ ὄνομά του,
13. οἱ ὁποῖοι οὔτε ἀπὸ αἵματα οὔτε ἀπὸ τὸ θέλημα σαρκὸς οὔτε ἀπὸ τὸ θέλημα ἀνδρὸς ἀλλ᾽ ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐγεννήθηκαν.
14. Καὶ ὁ Λόγος ἐσαρκώθηκε καὶ ἔμεινε μεταξύ μας καὶ εἴδαμε τὴν δόξαν του, μίαν δόξαν ποὺ ἔχει ἕνας μονογενὴς Υἱὸς ἀπὸ τὸν Πατέρα, γεμᾶτος χάριν καὶ ἀλήθειαν.
15. Ὁ Ἰωάννης μαρτυρεῖ δι᾽ αὐτὸν καὶ ἐφώναζε, «Αὐτὸς εἶναι διὰ τὸν ὁποῖον εἶπα, Ἐκεῖνος, ποὺ ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ ἐμέ, εἶναι ἀνώτερος ἀπὸ ἐμέ, διότι ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ ἐμέ».
16. Καὶ ἀπὸ τὸ πλήρωμα αὐτοῦ ἐπήραμε ὅλοι ἐμεῖς καὶ τὴν μίαν χάριν κατόπιν τῆς ἄλλης·
17. διότι ὁ νόμος ἐδόθηκε διὰ τοῦ Μωϋσέως· ἡ χάρις καὶ ἡ ἀλήθεια ἦλθαν διὰ τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
18. Τὸν Θεὸν κανεὶς δὲν ἔχει ἰδῆ ποτέ. Ὁ μονογενὴς Υἱὸς ποὺ εἶναι εἰς τὸν κόλπον τοῦ Πατέρα, ἐκεῖνος τὸν ἔκαμε γνωστόν.
19. Καὶ αὐτὴ εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ Ἰωάννου, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἔστειλαν ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα ἱερεῖς καὶ Λευΐτας νὰ τὸν ἐρωτήσουν, «Σὺ ποιός εἶσαι;».
20. Καὶ ὡμολόγησε καὶ δὲν ἀρνήθηκε ἀλλὰ ὡμολόγησε, «Δὲν εἶμαι ἐγὼ ὁ Χριστός».
21. Καὶ τὸν ἐρώτησαν πάλιν, «Τί, λοιπόν, εἶσαι σύ; Ὁ Ἠλίας;». Καὶ λέγει, «Δὲν εἶμαι». «Ὁ Προφήτης εἶσαι σύ;». Καὶ ἀπεκρίθη, «Ὄχι».
22. Εἶπαν λοιπὸν εἰς αὐτόν, «Ποιός εἶσαι; Διὰ νὰ δώσωμεν ἀπάντησιν εἰς ἐκείνους ποὺ μᾶς ἔστειλαν. Τί λὲς γιὰ τὸν ἑαυτόν σου;».
23. Ὁ Ἰωάννης εἶπε, «Ἐγὼ εἶμαι ἡ φωνὴ ἑνὸς ποὺ φωνάζει εἰς τὴν ἔρημον, Κάνετε ἴσιο τὸν δρόμον τοῦ Κυρίου, καθὼς εἶπε ὁ Ἡσαΐας ὁ προφήτης».
24. Οἱ ἀπεσταλμένοι ἦσαν ἐκ μέρους τῶν Φαρισαίων
25. καὶ τὸν ἐρώτησαν, «Γιατί λοιπὸν βαπτίζεις, ἐὰν δὲν εἶσαι σὺ ὁ Χριστὸς οὔτε ὁ Ἠλίας οὔτε ὁ Προφήτης;».
26. Ἀπεκρίθη εἰς αὐτοὺς ὁ Ἰωάννης, «Ἐγὼ βαπτίζω μὲ νερὸ ἀλλὰ μεταξύ σας στέκεται ἕνας ποὺ σεῖς δὲν τὸν ξέρετε,
27. αὐτὸς ποὺ ἔρχεται ὕστερα ἀπὸ ἐμέ, καὶ εἶναι ἀνώτερός μου, τοῦ ὁποίου δὲν εἶμαι ἄξιος νὰ λύσω τὸ λουρὶ ἀπὸ τὸ ὑπόδημά του».
28. Αὐτὰ συνέβησαν εἰς τὴν Βηθανίαν πέραν ἀπὸ τὸν Ἰορδάνην, ὅπου ὁ Ἰωάννης ἐβάπτιζε.
29. Τὴν ἄλλην ἡμέραν βλέπει ὁ Ἰωάννης τὸν Ἰησοῦν νὰ ἔρχεται πρὸς αὐτὸν καὶ λέγει, «Νά ὁ Ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ποὺ σηκώνει τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου.
30. Αὐτὸς εἶναι διὰ τὸν ὁποῖον ἐγὼ εἶπα, «Ὕστερα ἀπὸ ἐμὲ ἔρχεται κάποιος, ποὺ εἶναι ἀνώτερός μου, διότι ὑπῆρχε πρὶν ἀπὸ ἐμέ».
31. Καὶ ἐγὼ ὁ ἴδιος δὲν τὸν ἤξερα, ἀλλὰ διὰ νὰ γίνῃ φανερὸς εἰς τὸν Ἰσραήλ, διὰ τοῦτο ἦλθα ἐγὼ νὰ βαπτίζω μὲ νερό».