11. Μὴ κακολογῆτε ὁ ἕνας τὸν ἄλλον, ἀδελφοί. Ἐκεῖνος ποὺ κακολογεῖ ἀδελφὸν καὶ κρίνει ἀδελφόν του, κακολογεῖ τὸν νόμον καὶ κρίνει τὸν νόμον. Ἀλλ᾽ ἐὰν κρίνῃς τὸν νόμον, τότε δὲν εἶσαι ἐκτελεστὴς τοῦ νόμου ἀλλὰ κριτής του.
12. Ἕνας εἶναι ὁ νομοθέτης καὶ κριτής, ἐκεῖνος ποὺ μπορεῖ νὰ σώσῃ καὶ νὰ καταστρέψῃ. Ποιός εἶσαι σὺ ποὺ κρίνεις τὸν ἄλλον;
13. Ἐλᾶτε τώρα σεῖς ποὺ λέγετε, «Σήμερα ἢ αὔριον θὰ πᾶμε εἰς αὐτὴν τὴν πόλιν καὶ θὰ μείνωμεν ἐκεῖ ἕνα χρόνο· θὰ ἐμπορευθοῦμε καὶ θὰ κερδίσωμε χρήματα».
14. Σεῖς ποὺ δὲν ξέρετε τί θὰ συμβῇ αὔριον. Ποιά εἶναι ἡ ζωή σας; Εἶσθε σὰν τὸν ἀτμόν, ποὺ φαίνεται γιὰ λίγο διάστημα καὶ ἔπειτα ἐξαφανίζεται.
15. Νὰ λέγετε μᾶλλον, «Ἐὰν ὁ Κύριος θελήσῃ, θὰ ζήσωμεν καὶ θὰ κάνωμεν τοῦτο ἢ ἐκεῖνο».
16. Τώρα ὅμως καυχᾶσθε μὲ τὰς ἀλαζονείας σας, ἀλλὰ κάθε τέτοια καύχησις εἶναι κακή.
17. Ἐκεῖνος ποὺ ξέρει τί καλὸν πρέπει νὰ κάνῃ καὶ δὲν τὸ κάνει, ἁμαρτάνει.