17. Ἔτσι καὶ ἡ πίστις, ἐὰν δὲν ἔχῃ ἔργα εἶναι νεκρὴ καθ᾽ ἑαυτήν.
18. Ἀλλὰ μπορεῖ κάποιος νὰ πῇ, «Ὁ ἕνας ἔχει πίστιν καὶ ὁ ἄλλος ἔχει ἔργα»· ἀπόδειξέ μου ὅτι ἔχεις πίστιν χωρὶς ἔργα καὶ ἐγὼ θὰ σοῦ ἀποδείξω ἀπὸ τὰ ἔργα μου τὴν πίστιν μου.
19. Σὺ πιστεύεις ὅτι ἕνας εἶναι ὁ Θεός. Καλὰ κάνεις· καὶ τὰ δαιμόνια τὸ πιστεύουν αὐτὸ καὶ φρίττουν.
20. Θέλεις νὰ μάθῃς, ὦ ἄνθρωπε κούφιε, ὅτι ἡ πίστις χωρὶς τὰ ἔργα εἶναι νεκρή;