11. Καὶ μετὰ τὰς τρεῖς καὶ μισὴ ἡμέρας πνοὴ ζωῆς ἀπὸ τὸν Θεὸν ἐμπῆκε μέσα τους καὶ στάθηκαν εἰς τὰ πόδια τους, καὶ φόβος μεγάλος κατέλαβε ἐκείνους ποὺ τοὺς ἔβλεπαν.
12. Τότε ἄκουσα φωνὴν δυνατὴν ἀπὸ τὸν οὐρανὸν ποὺ τοὺς ἔλεγε, «Ἀνεβῆτε ἐδῶ». Καὶ ἀνέβηκαν εἰς τὸν οὐρανόν, μέσα σὲ σύννεφο, καὶ οἱ ἐχθροί των τοὺς εἶδαν.
13. Κατ᾽ ἐκείνην τὴν ὥραν ἔγινε μεγάλος σεισμὸς καὶ τὸ δέκατον τῆς πόλεως ἔπεσε καὶ ἐφονεύθησαν ἀπὸ τὸν σεισμὸν ἑπτὰ χιλιάδες· οἱ λοιποὶ ἐφοβήθησαν καὶ ἐδόξασαν τὸν Θεὸν τοῦ οὐρανοῦ.