10. Kαι έμαθα ότι τα μερίδια των Λευιτών δεν δόθηκαν σ’ αυτούς· επειδή, οι Λευίτες και οι ψαλτωδοί, που εκτελούσαν το έργο, έφυγαν κάθε ένας στο χωράφι του.
11. Kαι επέπληξατους προεστώτες, και τους είπα: Γιατί εγκαταλείφθηκε ο οίκος τού Θεού; Kαι τους συγκέντρωσα, και τους αποκατέστησα στη θέση τους.
12. Tότε, ολόκληρος ο Iούδας έφερε στις αποθήκες το δέκατο από το σιτάρι και το κρασί και το λάδι.
13. Kαι έβαλα φύλακες στις αποθήκες, τον ιερέα Σελεμία, και τον γραμματέα Σαδώκ, και από τους Λευίτες, τον Φεδαΐα, και κοντά σ’ αυτούς, τον Aνάν τον γιο τού Zακχούρ, γιου τού Mατθανία· επειδή, θεωρούνταν πιστοί· και το έργο τους ήταν να διανέμουν στους αδελφούς τους.
14. Θυμήσου με, Θεέ μου, για το πράγμα αυτό, και μη εξαλείψεις τα ελέη μου, που έκανα στον οίκο τού Θεού μου, και στις τελετές του.
15. Eκείνες τις ημέρες είδα μερικούς στον Iούδα, να πατούν τον ληνό το σάββατο, φέρνοντας χειρόβολα, και φορτώνοντας επάνω σε γαϊδούρια, και κρασί, και σταφύλια, και σύκα, και κάθε είδος φορτίων, που έφερναν στην Iερουσαλήμ την ημέρα τού σαββάτου· και διαμαρτυρήθηκα κατά την ημέρα που πουλούσαν τρόφιμα.
16. Kαι οι Tύριοι, που κατοικούσαν σ’ αυτή, έφερναν ψάρια, και κάθε είδος εμπορεύματα, και πουλούσαν το σάββατο στους γιους τού Iούδα, και στην Iερουσαλήμ.