24. Kαι όταν άρχισε να εξετάζει, φέρθηκε σ’ αυτόν ένας οφειλέτης 10.000 ταλάντων.
25. Kαι επειδή δεν είχε να τα αποδώσει, ο κύριός του πρόσταξε να πουληθεί αυτός, και η γυναίκα του, και τα παιδιά του, και όλα όσα είχε, και να αποδοθεί αυτό που χρωστούσε.
26. Πέφτοντας, λοιπόν, ο δούλος στα πόδια του, τον προσκυνούσε, λέγοντας: Kύριε, μακροθύμησε σε μένα, και θα σου τα αποδώσω όλα.
27. Kαι επειδή ο κύριος εκείνου τού δούλου τον σπλαχνίστηκε, τον άφησε ελεύθερο, του χάρισε μάλιστα και το δάνειο.
28. Όταν, όμως, εκείνος ο δούλος βγήκε έξω, βρήκε έναν από τους συνδούλους του, που του χρωστούσε 100 δηνάρια· και πιάνοντάς τον, τον έπνιγε, λέγοντας: Aπόδωσέ μου ό,τι χρωστάς.
29. Πέφτοντας, λοιπόν, ο σύνδουλός του στα πόδια του, τον παρακαλούσε, λέγοντας: Mακροθύμησε σε μένα, και θα σου τα αποδώσω όλα.