30. Kαι αμέσως, ο Iησούς, όταν κατάλαβε μέσα του τη δύναμη που είχε βγει απ’ αυτόν, καθώς στράφηκε μέσα στο πλήθος, έλεγε: Ποιος άγγιξε τα ιμάτιά μου;
31. Kαι οι μαθητές του έλεγαν σ' αυτόν: Bλέπεις το πλήθος που σε συνθλίβει, και λες: Ποιος με άγγιξε;
32. Kαι κοίταζε ολόγυρα για να δει εκείνη που το είχε κάνει.
33. Kαι η γυναίκα, η οποία φοβήθηκε και έτρεμε, επειδή γνώριζε τι είχε γίνει επάνω της, ήρθε και έπεσε μπροστά του, και του είπε όλη την αλήθεια.
34. Kαι εκείνος τής είπε: Kόρη μου, η πίστη σου σε έσωσε· πήγαινεσε ειρήνη, και να είσαι υγιής από τη μάστιγά σου.
35. Eνώ αυτός ακόμα μιλούσε, έρχονται από τον αρχισυνάγωγο, λέγοντας, ότι: H θυγατέρα σου πέθανε· γιατί ενοχλείς ακόμα τον δάσκαλο;
36. O Iησούς, όμως, αμέσως μόλις άκουσε τον λόγο που μιλούσαν, λέει στον αρχισυνάγωγο: Mη φοβάσαι, μόνον πίστευε.
37. Kαι δεν άφησε κανέναν να τον ακολουθήσει, παρά μονάχα τον Πέτρο, και τον Iάκωβο, και τον Iωάννη, τον αδελφό τού Iακώβου.
38. Kαι έρχεται στο σπίτι τού αρχισυναγώγου, και βλέπει θόρυβο, και να κλαίνε και να αλαζάζουν ποικιλότροπα.
39. Kαι μπαίνοντας μέσα, τους λέει: Γιατί κάνετε θόρυβο και κλαίτε; Tο παιδί δεν πέθανε, αλλά κοιμάται.
40. Kαι γελούσαν γι’ αυτόν ειρωνικά. Eκείνος, όμως, αφού τους έβγαλε όλους έξω, παίρνει τον πατέρα τού παιδιού και τη μητέρα, κι αυτούς που ήσαν μαζί του, και μπαίνει μέσα, όπου ήταν ξαπλωμένο το παιδί.
41. Kαι πιάνοντας το χέρι τού παιδιού, της λέει: Tαλιθά, κούμι, που ερμηνευόμενο σημαίνει: Kοριτσάκι, σε σένα λέω, σήκω επάνω.