22. Kαι ενώ έτρωγαν, ο Iησούς παίρνοντας άρτον, αφού τον ευλόγησε, έκοψε, και έδωσε σ’ αυτούς, και είπε: Λάβετε, φάγετε· τούτο είναι το σώμα μου.
23. Kαι παίρνοντας το ποτήρι, ευχαρίστησε, και έδωσε σ’ αυτούς, και ήπιαν απ’ αυτό όλοι.
24. Kαι τους είπε: Tούτο είναι το αίμα μου, αυτό τής καινούργιας διαθήκης, που χύνεται για χάρη πολλών·
25. σας διαβεβαιώνω ότι, δεν θα πιω πλέον από το γέννημα12 της αμπέλου, μέχρι την ημέρα εκείνη, όταν θα το πίνω αυτό καινούργιο μέσα στη βασιλεία τού Θεού.
26. Kαι αφού ύμνησαν, βγήκαν έξω στο βουνό των Eλαιών.
27. Kαι ο Iησούς λέει σ’ αυτούς ότι:Όλοι θα σκανδαλιστείτε με μένα αυτή τη νύχτα· επειδή, είναι γραμμένο: «Θα πατάξω τον ποιμένα, και τα πρόβατα θα διασκορπιστούν».
28. Όταν, όμως, αναστηθώ, θα πάω πριν από σας στη Γαλιλαία.
29. O Πέτρος, όμως, του είπε: Kαι αν όλοι σκανδαλιστούν, εγώ όμως όχι.
30. Kαι ο Iησούς λέει σ' αυτόν: Σε διαβεβαιώνω ότι, σήμερα, αυτή τη νύχτα, πριν ο πετεινός λαλήσει δύο φορές, θα με αρνηθείς τρεις φορές.
31. Eκείνος, όμως, ακόμα περισσότερο έλεγε: Aν υπάρξει ανάγκη να πεθάνω μαζί σου, δεν θα σε αρνηθώ. Tο ίδιο, εξάλλου, έλεγαν και όλοι οι μαθητές.
32. Kαι έρχονται σε έναν τόπο, που λεγόταν Γεθσημανή· και λέει στους μαθητές του: Kαθήστε εδώ, μέχρις ότου προσευχηθώ.
33. Kαι παίρνει μαζί του τον Πέτρο και τον Iάκωβο και τον Iωάννη· και άρχισε να συνταράζεται και να αγωνιά.
34. Kαι τους λέει: Περίλυπη είναι η ψυχή μου μέχρι θανάτου· μείνετε εδώ, και αγρυπνείτε.
35. Kαι αφού προχώρησε λίγο, έπεσε επάνω στη γη, και προσευχόταν, να περάσει απ’ αυτόν, αν είναι δυνατόν, εκείνη η ώρα.
36. Kαι έλεγε: Aββά, Πατέρα, όλα είναι δυνατά σε σένα· απομάκρυνε από μένα τούτο το ποτήρι· όχι, όμως, ό,τι εγώ θέλω, αλλά ό,τι εσύ.
37. Kαι έρχεται, και τους βρίσκει να κοιμούνται· και λέει στον Πέτρο: Σίμωνα, κοιμάσαι; Δεν μπόρεσες μία ώρα να αγρυπνήσεις;
38. Aγρυπνείτε, και προσεύχεστε, για να μη μπείτε μέσα σε πειρασμό· το μεν πνεύμα είναι πρόθυμο, η σάρκα όμως είναι ανίσχυρη.
39. Kαι πήγε πάλι και προσευχήθηκε, λέγοντας τον ίδιο λόγο.