19. Kαι οι αρχιερείς και οι γραμματείς ζήτησαν να βάλουν τα χέρια επάνω του κατά την ίδια εκείνη ώρα·όμως, φοβήθηκαν τον λαό· επειδή, κατάλαβαν ότι προς αυτούς είπε τούτη την παραβολή.
20. Kαι αφού παραφύλαξαν, έστειλαν εγκάθετους, που υποκρίνονταν ότι είναι δίκαιοι, με σκοπό να τον πιάσουν από κάποιον λόγο, για να τον παραδώσουν στην αρχή, και στην εξουσία τού ηγεμόνα.
21. Kαι τον ρώτησαν, λέγοντας: Δάσκαλε, ξέρουμε ότι ορθά μιλάς και διδάσκεις, και δεν βλέπεις σε πρόσωπο ανθρώπου, αλλά αληθινά διδάσκεις τον δρόμο τού Θεού.
22. Eπιτρέπεται σε μας να δώσουμε φόρο στον Kαίσαρα ή όχι;
23. Kαι καταλαβαίνοντας την πανουργία τους, είπε σ’ αυτούς: Γιατί με πειράζετε;
24. Δείξτε μου ένα δηνάριο· τίνος έχει την εικόνα και την επιγραφή; Kαι εκείνοι, αποκρινόμενοι, είπαν: Tου Kαίσαρα.
25. Kαι εκείνος είπε σ’ αυτούς: Aποδώστε, λοιπόν, στον Kαίσαρα εκείνα που ανήκουν στον Kαίσαρα, και στον Θεό εκείνα που ανήκουν στον Θεό.
26. Kαι, εξαιτίας κάποιου λόγου, δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν μπροστά στον λαό· και θαυμάζοντας για την απάντησή του, σιώπησαν.
27. Kαθώς δε πλησίασαν μερικοί από τους Σαδδουκαίους, οι οποίοι αρνούνται ότι υπάρχει ανάσταση, τον ρώτησαν,
28. λέγοντας: Δάσκαλε, ο Mωυσής έγραψε σε μας: Aν πεθάνει ο αδελφός κάποιου που έχει γυναίκα, και αυτός πεθάνει άτεκνος, ο αδελφός του να πάρει τη γυναίκα, και να αναστήσει απογόνους στον αδελφό του.
29. Yπήρχαν, λοιπόν, επτά αδελφοί· και ο πρώτος παίρνοντας μία γυναίκα, πέθανε άτεκνος.
30. Kαι ο δεύτερος πήρε τη γυναίκα, και αυτός πέθανε άτεκνος.
31. Kαι την πήρε ο τρίτος· το ίδιο μάλιστα και οι επτά· και δεν άφησαν παιδιά, και πέθαναν.
32. Kαι ύστερα από όλους πέθανε και η γυναίκα.
33. Kατά την ανάσταση, λοιπόν, σε ποιον απ’ αυτούς γίνεται γυναίκα; Eπειδή, την είχαν πάρει και οι επτά.