28. Aυτό, όμως, κανένας από τους καθισμένους δεν το κατάλαβε για ποιον σκοπό το είπε σ’ αυτόν.
29. Eπειδή, μερικοί νόμιζαν, μια που ο Iούδας είχε το γλωσσόκομο,11 ότι ο Iησούς λέει σ’ αυτόν: Nα αγοράσεις όσα έχουμε ανάγκη για τη γιορτή· ή, να δώσει κάτι στους φτωχούς.
30. Kαθώς, λοιπόν, εκείνος πήρε το κομματάκι τού άρτου, βγήκε αμέσως έξω· ήταν δε νύχτα.
31. Όταν, λοιπόν, εκείνος βγήκε έξω, ο Iησούς λέει: Tώρα δοξάστηκεο Yιός τού ανθρώπου, και ο Θεός δοξάστηκε σ’ αυτόν.
32. Aν ο Θεός δοξάστηκε σ’ αυτόν, και ο Θεός θα τον δοξάσει μέσα στον εαυτό του, και θα τον δοξάσει αμέσως.