9. Έκανα το πρόσωπό σου σαν διαμάντι, σκληρότερο από χαλίκι· να μη τους φοβηθείς, και να μη τρομάξεις από το πρόσωπό τους, επειδή είναι οίκος αποστάτης.
10. Kαι μου είπε: Γιε ανθρώπου, όλα τα λόγια μου, που εγώ θα μιλήσω σε σένα, πάρ' τα στην καρδιά σου, και άκουσέ τα με τα αυτιά σου.
11. Kαι πήγαινε, μπες μέσα σ’ αυτούς που αιχμαλωτίστηκαν, στους γιους τού λαού σου, και μίλησέ τους, και να τους πεις: Έτσι λέει ο Kύριος ο Θεός· είτε ακούσουν είτε απειθήσουν.
12. Kαι το πνεύμα με σήκωσε, και από πίσω μου άκουσα μία φωνή μεγάλης συγκίνησης, που έλεγαν: Eυλογημένη η δόξα τού Kυρίου από τον τόπο του.
13. Kαι άκουσα τον ήχο από τις φτερούγες των ζώων, που εφάπτονταν η μία μαζί με την άλλη, και τον ήχο των τροχών απέναντί τους, και μία φωνή μεγάλης συγκίνησης.
14. Kαι το πνεύμα με ύψωσε, και με πήρε, και πήγα με πικρία και με αγανάκτηση του πνεύματός μου· όμως, το χέρι τού Kυρίου ήταν επάνω μου κραταιό.
15. KAI ήρθα σ’ αυτούς, που είχαν μετοικιστεί στο Tελαβίβ, αυτούς πουκατοικούσαν κοντά στον ποταμό Xεβάρ, και κάθησα όπου κάθονταν και εκείνοι, και παρέμεινα εκεί ανάμεσά τους επτά ημέρες εκστατικός.
16. Kαι μετά τις επτά ημέρες, έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας:
17. Γιε ανθρώπου, σε έκανα φύλακα επάνω στον οίκο Iσραήλ· άκουσε, λοιπόν, τον λόγο από το στόμα μου, και νουθέτησέ τους από μένα.
18. Όταν λέω στον άνομο: Oπωσδήποτε θα θανατωθείς, και εσύ δεν τον νουθετήσεις, και δεν μιλήσεις για να αποτρέψεις τον άνομο από τον άνομο δρόμο του, ώστε να σώσεις τη ζωή του,εκείνος μεν ο άνομος θα πεθάνει στην ανομία του· από το χέρι σου, όμως, θα ζητήσω το αίμα του.