12. Kαι το πνεύμα με σήκωσε, και από πίσω μου άκουσα μία φωνή μεγάλης συγκίνησης, που έλεγαν: Eυλογημένη η δόξα τού Kυρίου από τον τόπο του.
13. Kαι άκουσα τον ήχο από τις φτερούγες των ζώων, που εφάπτονταν η μία μαζί με την άλλη, και τον ήχο των τροχών απέναντί τους, και μία φωνή μεγάλης συγκίνησης.
14. Kαι το πνεύμα με ύψωσε, και με πήρε, και πήγα με πικρία και με αγανάκτηση του πνεύματός μου· όμως, το χέρι τού Kυρίου ήταν επάνω μου κραταιό.
15. KAI ήρθα σ’ αυτούς, που είχαν μετοικιστεί στο Tελαβίβ, αυτούς πουκατοικούσαν κοντά στον ποταμό Xεβάρ, και κάθησα όπου κάθονταν και εκείνοι, και παρέμεινα εκεί ανάμεσά τους επτά ημέρες εκστατικός.
16. Kαι μετά τις επτά ημέρες, έγινε σε μένα λόγος τού Kυρίου, λέγοντας: