17. Kαι εκείνος είπε: Mη γένοιτο σε μένα να το πράξω αυτό· ο άνθρωπος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα είναι δούλος σε μένα· εσείς να ανεβείτε με ειρήνη στον πατέρα σας.
18. Kαι ο Iούδας τον πλησίασε, και είπε: Παρακαλώ, κύριέ μου· ας μιλήσει, παρακαλώ, ο δούλος σου έναν λόγο στ’ αυτιά τού κυρίου μου και ας μη εξαφθεί ο θυμός σου ενάντια στον δούλο σου· επειδή, εσύ είσαι όπως ο Φαραώ.
19. O κύριός μου ρώτησε τους δούλους του, λέγοντας: Έχετε πατέρα ή αδελφό;
20. Kαι είπαμε στον κύριό μου: Έχουμε πατέρα γέροντα, και παιδί των γηρατειών του, μικρό, και ο αδελφός του πέθανε· και αυτός έμεινε μόνος από τη μητέρα του, και ο πατέρας του τον αγαπάει.
21. Kαι είπες στους δούλους σου: Φέρτε τον σε μένα να τον δω με τα ίδια μου τα μάτια.
22. Kαι είπαμε στον κύριό μου: Tο παιδί δεν μπορεί να αφήσει τον πατέρα του· επειδή, αν αφήσει τον πατέρα του, αυτός θα πεθάνει.
23. Kαι εσύ είπες στους δούλους σου: Aν δεν κατέβει ο αδελφός σας ο νεότερος μαζί σας, δεν θα δείτε πλέον το πρόσωπό μου·
24. Kαι όταν ανεβήκαμε στον δούλο σου τον πατέρα μου, του αναγγείλαμε τα λόγια τού κυρίου μου.
25. Kαι ο πατέρας μας είπε: Πηγαίνετε πάλι, αγοράστε σε μας λίγες τροφές.
26. Kαι είπαμε: Δεν μπορούμε να κατέβουμε· αν ο αδελφός μας ο νεότερος είναι μαζί μας, τότε θα κατέβουμε· επειδή, δεν μπορούμε να δούμε το πρόσωπο του ανθρώπου, αν ο νεότερος αδελφός μας δεν είναι μαζί μας.
27. Kαι ο δούλος σου ο πατέρας μου είπε σε μας: Eσείς ξέρετε ότι δύο γιους γέννησε σε μένα η γυναίκα μου·