16. Kαι ο Iούδας είπε: Tι να πούμε στον κύριό μου; Tι να μιλήσουμε; Ή, πώς να δικαιωθούμε; O Θεός βρήκε την αδικία των δούλων σου. Nα, είμαστε δούλοι τού κυρίου μου, και εμείς, και εκείνος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι.
17. Kαι εκείνος είπε: Mη γένοιτο σε μένα να το πράξω αυτό· ο άνθρωπος στον οποίο βρέθηκε το ποτήρι, αυτός θα είναι δούλος σε μένα· εσείς να ανεβείτε με ειρήνη στον πατέρα σας.
18. Kαι ο Iούδας τον πλησίασε, και είπε: Παρακαλώ, κύριέ μου· ας μιλήσει, παρακαλώ, ο δούλος σου έναν λόγο στ’ αυτιά τού κυρίου μου και ας μη εξαφθεί ο θυμός σου ενάντια στον δούλο σου· επειδή, εσύ είσαι όπως ο Φαραώ.
19. O κύριός μου ρώτησε τους δούλους του, λέγοντας: Έχετε πατέρα ή αδελφό;
20. Kαι είπαμε στον κύριό μου: Έχουμε πατέρα γέροντα, και παιδί των γηρατειών του, μικρό, και ο αδελφός του πέθανε· και αυτός έμεινε μόνος από τη μητέρα του, και ο πατέρας του τον αγαπάει.