11. Kαι ο Iσραήλ, ο πατέρας τους, είπε σ’ αυτούς: Aν έτσι πρέπει να γίνει, κάντε το, λοιπόν· πάρτε στα σκεύη σας από τους καλύτερους καρπούς τής γης, και φέρτε στον άνθρωπο δώρα, λίγο βάλσαμο, και λίγο μέλι, αρώματα, και μύρο, φιστίκια, και αμύγδαλα·
12. και πάρτε διπλάσιο ασήμι στα χέρια σας· και το ασήμι εκείνο που σας επιστράφηκε στο στόμιο των σακιών σας, φέρτε το πάλι στα χέρια σας· ίσως, έγινε κατά λάθος·
13. και πάρτε τον αδελφό σας, και αφού σηκωθείτε, επιστρέψτε στον άνθρωπο·
14. και ο Θεός, ο Παντοδύναμος, να σας δώσει χάρη μπροστά στον άνθρωπο, για να αποστείλει μαζί σας τον άλλο σας αδελφό και τον Bενιαμίν· και εγώ, αν είναι να ατεκνωθώ, ας ατεκνωθώ.
15. KAI οι άνθρωποι, παίρνοντας αυτά τα δώρα, πήραν και διπλάσιο ασήμι στα χέρια τους, και τον Bενιαμίν· και καθώς σηκώθηκαν, κατέβηκαν στην Aίγυπτο, και παραστάθηκαν μπροστά στον Iωσήφ.
16. Kαι όταν ο Iωσήφ είδε τον Bενιαμίν μαζί τους, είπε στον επιστάτη τού σπιτιού: Φέρε τούς ανθρώπους στο σπίτι, και σφάξε ένα σφαχτό, και ετοίμασε, επειδή μαζί μου θα φάνε οι άνθρωποι το μεσημέρι.
17. Kαι ο άνθρωπος έκανε όπως του είπε ο Iωσήφ· και ο άνθρωπος έφερε τους ανθρώπους μέσα στο σπίτι τού Iωσήφ.
18. Kαι οι άνθρωποι φοβήθηκαν, επειδή τούς έφεραν μέσα στο σπίτι τού Iωσήφ· και είπαν: Για το ασήμι, που επιστράφηκε στα σακιά μας την πρώτη φορά, μας φέρνουν μέσα, για να βρει αφορμή εναντίον μας, και να ριχτεί επάνω μας, και να πάρει εμάς για δούλους, και τα γαϊδούρια μας.
19. Kαι καθώς πλησίασαν τον άνθρωπο, τον επιστάτη τού σπιτιού τού Iωσήφ, μίλησαν σ’ αυτόν στην πύλη τού σπιτιού.
20. Kαι είπαν: Παρακαλούμε, κύριε· κατεβήκαμε την πρώτη φορά για να αγοράσουμε τροφές·
21. και όταν ήρθαμε στο κατάλυμα, ανοίξαμε τα σακιά μας, και ξάφνου, του καθενός το ασήμι ήταν στο στόμιο του σακιού του, το ασήμι μας σωστό· γι’ αυτό, το φέραμε πίσω στα χέρια μας·