2. και ξάφνου, επτά δαμάλια όμορφα και παχύσαρκα ανέβαιναν από τον ποταμό, και έβοσκαν στο λιβάδι·
3. και ξάφνου, άλλα επτά δαμάλια ανέβαιναν, ύστερα από εκείνα, από τον ποταμό, άσχημα και λεπτόσαρκα, και στέκονταν κοντά στα άλλα δαμάλια στην άκρη τού ποταμού·
4. και τα δαμάλια τα άσχημα και λεπτόσαρκα κατέφαγαν τα επτά δαμάλια τα όμορφα και παχύσαρκα. Tότε, ο Φαραώ ξύπνησε.
5. Kαι καθώς αποκοιμήθηκε ονειρεύτηκε μία δεύτερη φορά· και ξάφνου, επτά στάχυα παχιά και καλά ανέβαιναν από τον ίδιο κορμό·
6. και ξάφνου, άλλα επτά στάχυα λεπτά, και καμένα από τον ανατολικό άνεμο, αναφύονταν ύστερα από εκείνα·
7. και τα στάχυα τα λεπτά κατάπιαν τα επτά στάχυα τα παχιά και μεστά. Kαι ο Φαραώ ξύπνησε, και να, ήταν όνειρο.
8. Kαι το πρωί, το πνεύμα του ήταν ταραγμένο· και στέλνοντας κάλεσε όλους τούς μάγους τής Aιγύπτου, και όλους τούς σοφούς της· και ο Φαραώ διηγήθηκε σ’ αυτούς τα όνειρά του· αλλά, δεν υπήρχε κανένας, που να τα εξηγήσει στον Φαραώ.
9. Tότε, ο αρχιοινοχόος μίλησε στον Φαραώ, λέγοντας: Σήμερα θυμάμαι την αμαρτία μου·
10. ο Φαραώ είχε οργιστεί εναντίον των δούλων του, και με έβαλε σε φυλακή, στο σπίτι τού άρχοντα των σωματοφυλάκων, εμένα και τον αρχισιτοποιό·