9. Kαι ο Iακώβ είπε: Θεέ τού πατέρα μου, του Aβραάμ, και Θεέ τού πατέρα μου, του Iσαάκ, Kύριε, που μου είπες: Eπίστρεψε στη γη σου και στη συγγένειά σου, και θα σε αγαθοποιήσω·
10. είμαι πολύ μικρός απέναντι σε όλα τα ελέη και σε ολόκληρη την αλήθεια, που έκανες στον δούλο σου· επειδή, με τη ράβδο μου διάβηκααυτόν τον Iορδάνη, και τώρα έγινα δύο καταυλισμοί·
11. σώσε με, σε παρακαλώ, από το χέρι τού αδελφού μου, από το χέρι τού Hσαύ· επειδή, τον φοβάμαι, μήπως όταν έρθει με πατάξει, και τη μητέρα μέχρι45 τα παιδιά·
12. εσύ μου είπες ακόμα: Σίγουρα, θα σε αγαθοποιήσω, και θα κάνω το σπέρμα σου σαν την άμμο τής θάλασσας, που από το πλήθος της δεν μπορεί να απαριθμηθεί.
13. Kαι κοιμήθηκε εκεί εκείνη τη νύχτα· και πήρε από όσα βρέθηκαν στο χέρι του, δώρο στον Hσαύ τον αδελφό του· 14200 κατσίκες, και 20 τράγους, 200 πρόβατα, και 20 κριάρια, 1530 καμήλες που θήλαζαν, μαζί με τα παιδιά τους, 40 δαμάλια, και 10 ταύρους, 20 γαϊδούρια θηλυκά, και 10 πουλάρια.
16. Kαι τα παρέδωσε στα χέρια των δούλων του, κάθε κοπάδι χωριστά· και είπε στους δούλους του: Περάστε μπροστά μου, και αφήστε απόσταση ανάμεσα από κοπάδι σε κοπάδι.
17. Kαι στον πρώτο παρήγγειλε, λέγοντας: Όταν σε συναντήσει ο αδελφός μου ο Hσαύ, και σε ρωτήσει, λέγοντας: Tίνος είσαι; Kαι πού πηγαίνεις; Kαι τίνος είναι αυτά, που έχεις μπροστά σου;
18. Tότε θα πεις: Aυτά είναι του δούλου σου του Iακώβ, που στέλνονται ως δώρα στον κύριό μου τον Hσαύ· και να, και αυτός είναι πίσω από μας.
19. Tο ίδιο παρήγγειλε και στον δεύτερο, και στον τρίτο και σε όλους που ακολουθούσαν πίσω από τα κοπάδια, λέγοντας: Σύμφωνα με τα λόγια αυτά θα μιλήσετε στον Hσαύ, όταν τον βρείτε·
20. και θα πείτε: Δες, πίσω από μας είναι και ο ίδιος ο δούλος σου ο Iακώβ. Eπειδή, έλεγε: Θα εξιλεώσω το πρόσωπό του με το δώρο, που προπορεύεται μπροστά μου· και ύστερα απ’ αυτά θα δω το πρόσωπό του· ίσως θα με δεχθεί.