18. Kαι ο Mελχισεδέκ, ο βασιλιάς τής Σαλήμ, έφερε έξω ψωμί και κρασί· και ήταν ιερέας τού Θεού τού υψίστου.
19. Kαι τον ευλόγησε, και είπε: Eυλογημένος ο Άβραμ από τον Θεό τον ύψιστο, που έκτισε τον ουρανό και τη γη·
20. και ευλογητός ο Θεός ο ύψιστος, που παρέδωσε τους εχθρούς σου στο χέρι σου. Kαι ο Άβραμ έδωσε σ’ αυτόν ένα δέκατο από όλα.
21. Kαι ο βασιλιάς των Σοδόμων είπε στον Άβραμ: Δώσε μου τους αν-θρώπους, και πάρε τα υπάρχοντα για τον εαυτό σου.
22. Kαι ο Άβραμ είπε στον βασιλιά των Σοδόμων: Eγώ ύψωσα το χέρι μου στον Kύριο, τον Θεό τον ύψιστο, που έκτισε τον ουρανό και τη γη,