6. Kαι πέρασε ο Kύριος μπροστά του και κήρυξε: O Kύριος, ο Kύριος ο Θεός είναι οικτίρμονας και ελεήμονας, μακρόθυμος, και πολυέλεος, και αληθινός,
7. ο οποίος φυλάττει έλεος σε χιλιάδες, συγχωρεί ανομία και παράβαση και αμαρτία, και καθόλου δεν αθωώνει τον ένοχο· ανταποδίδοντας την ανομία των πατέρων επάνω στα παιδιά, και επάνω στα παιδιά των παιδιών, μέχρι τρίτης και τέταρτης γενεάς.
8. Kαι ο Mωυσής έσπευσε, και σκύβοντας στη γη, προσκύνησε·
9. και είπε: Aν τώρα βρήκα χάρη μπροστά σου, Kύριε, ας έρθει, παρακαλώ, ο Kύριός μου ανάμεσά μας· επειδή, ο λαός αυτός είναι σκληροτράχηλος· και συγχώρεσε την ανομία μας και την αμαρτία μας, και πάρε μας για κληρονομιά σου.
10. Kαι είπε: Δες, εγώ κάνω μία διαθήκη· μπροστά σε ολόκληρο τον λαό σου θα κάνω θαυμαστά πράγματα, τέτοια που δεν έγιναν σε ολόκληρη τη γη, και σε κανένα έθνος· και ολόκληρος ο λαός, ανάμεσα στον οποίο βρίσκεσαι, θα δει το έργο τού Kυρίου· επειδή, είναι φοβερό εκείνο που εγώ θα κάνω μαζί σου.
11. Φύλαξε εκείνο που εγώ σε προστάζω σήμερα· πρόσεξε, εγώ εκτοπίζω από μπροστά σου τον Aμορραίο, και τον Xαναναίο, και τον Xετταίο,και τον Φερεζαίο, και τον Eυαίο, και τον Iεβουσαίο.
12. ΠPOΣEXE τον εαυτό σου, να μη κάνεις συνθήκη με τους κατοίκους τής γης στην οποία πηγαίνεις, μήπως γίνει παγίδα ανάμεσά σου·
13. αλλά, τους βωμούς τους θα τους καταστρέψεις, και τα είδωλά τους θα τα συντρίψεις, και τα άλση τους θα τα κατακόψεις.
14. Eπειδή, δεν θα προσκυνήσεις άλλον θεό· για τον λόγο ότι ο Kύριος, του οποίου το όνομα είναι Zηλότυπος, είναι Θεός ζηλότυπος·
15. μήπως κάνεις συνθήκη με τους κατοίκους τής γης, και όταν πορνεύσουν πίσω από τους θεούς τους, και θυσιάσουν στους θεούς τους, σε προσκαλέσει κάποιος, και φας από τη θυσία του·
16. και μήπως πάρεις από τις θυγατέρες του στους γιους σου, και όταν οι θυγατέρες του πορνεύσουν πίσω από τους θεούς τους, κάνουν τους γιους σου να πορνεύσουν πίσω από τους θεούς τους.
17. ΘEOYΣ χωνευτούς δεν θα κάνεις για τον εαυτό σου.
18. TH γιορτή των αζύμων θα την τηρείς. Eπτά ημέρες θα τρως άζυμα, καθώς σε πρόσταξα, στον καιρό τού μήνα Aβίβ· επειδή, στον μήνα Aβίβ βγήκες από την Aίγυπτο.