8. Σαν ρούχο θα τους φάει το σκουλήκι, ο σκόρος θα τους φάει σαν το μαλλί· αλλά η σωτηρία που φέρνω θα ’ναι παντοτινή και η λύτρωση θα διαρκεί αιώνια».
9. «Σήκω, σήκω Κύριε!» φωνάζετε, «φανέρωσε τη δύναμή σου! Σήκω όπως σ’ αλλοτινούς καιρούς, στις γενιές τις παλιές. Εσύ δεν ήσουν που κομμάτια έκανες τη Ραάβ, που διαπέρασες μ’ ακόντιο το δράκοντα;
10. Εσύ δεν ήσουνα που ξέρανες τη θάλασσα, τα νερά της γιγάντιας αβύσσου, που δρόμο έκανες της θάλασσας τα βάθη, λεύτεροι να περάσουμε;»
11. «Ναι, οι λυτρωμένοι μου θα επιστρέψουν», λέει ο Κύριος, «και θα ’ρθούν στη Σιών με αλαλαγμούς. Η αγαλλίαση θα στεφανώνει το κεφάλι τους, και θα ’ναι αιώνια ευτυχισμένοι. Λύπη και στεναγμός για πάντα θα χαθούν.
12. Εγώ, μόνο εγώ, ο Κύριος, είμαι ο παρηγορητής σας! Τι τρέχει και φοβόσαστε από θνητούς ανθρώπους, που σαν το χόρτο θα αφανιστούν;