Δανιηλ 10:5-11 Η Αγία Γραφή (Παλαιά και Καινή Διαθήκη) (TGV)

5. Εκεί που κοίταζα, είδα έναν άνθρωπο που ήταν ντυμένος λινά ρούχα και στη μέση του φορούσε ζώνη από χρυσάφι καθαρό.

6. Το σώμα του λαμποκοπούσε σαν τοπάζι και το πρόσωπό του σαν λάμψη αστραπής· τα μάτια του ήταν πύρινα, οι βραχίονές του και τα πόδια του έλαμπαν σαν αστραφτερός χαλκός κι όταν μιλούσε ήταν σαν ν’ ακουγόταν φωνή πλήθους.

7. Μόνον εγώ ο Δανιήλ είδα το όραμα· οι άντρες που ήταν μαζί μου δεν είδαν τίποτα. Τους κατέλαβε όμως μεγάλος φόβος κι έτρεξαν να κρυφτούν.

8. Έμεινα, λοιπόν, μόνος και είδα το μεγάλο εκείνο όραμα. Οι δυνάμεις μου με εγκατέλειψαν, η όψη μου άλλαξε και το πρόσωπό μου χλώμιασε· κάθε ενεργητικότητα χάθηκε μέσα μου.

9. Τότε άκουσα τον άντρα να μιλάει. Και καθώς άκουγα τη φωνή του βυθίστηκα σε ύπνο βαθύ, πεσμένος με το πρόσωπο στη γη.

10. Ξάφνου με άγγιξε ένα χέρι, με σήκωσε στα γόνατά μου κι εγώ στηρίχθηκα στις παλάμες μου.

11. «Δανιήλ», μου είπε ο άντρας, «εσύ που τόσο σ’ αγαπάει ο Θεός, προσπάθησε να καταλάβεις τα λόγια που θα σου πω· στάσου όρθιος στα πόδια σου, γιατί αυτή τη φορά έχω αποσταλεί ειδικά για σένα». Όταν μου είπε αυτά τα λόγια εγώ σηκώθηκα πάνω τρομαγμένος.

Δανιηλ 10