9. «Τι με συμβουλεύετε», τους ρώτησε, «ν’ απαντήσω σ’ αυτόν το λαό, που μου ζητάνε να τους αλαφρώσω το ζυγό που έχει βάλει πάνω τους ο πατέρας μου;»
10. Οι νεαροί τού απάντησαν: «Άκου τι θα πεις στο λαό που σου παραπονούνται για το βαρύ ζυγό του πατέρα σου και ζητούν να τους τον ελαφρώσεις: “το μικρό μου δάκτυλο είναι πιο χοντρό από το μηρό του πατέρα μου.
11. Ο πατέρας μου”, πες τους, “σας φόρτωσε ζυγό βαρύ, αλλά εγώ θα σας τον κάνω ασήκωτο. Ο πατέρας μου σας τιμωρούσε με απλά μαστίγια· εγώ θα σας τιμωρώ με μαστίγια που θα έχουν σίδερα στην άκρη”».
12. Την τρίτη μέρα ήρθαν ο Ιεροβοάμ και όλος ο λαός μπροστά στο βασιλιά Ροβοάμ, όπως τους είχε πει.
13. Τότε ο βασιλιάς μίλησε στο λαό σκληρά και δεν ακολούθησε τη συμβουλή των πρεσβυτέρων.
14. Τους μίλησε κατά πώς τον συμβούλεψαν οι νεαροί: «Ο πατέρας μου σας φόρτωσε ζυγό βαρύ», τους είπε, «αλλά εγώ θα σας τον κάνω ασήκωτο. Ο πατέρας μου σας τιμωρούσε με απλά μαστίγια· εγώ θα σας τιμωρώ με μαστίγια που θα έχουν σίδερα στην άκρη».
15. Έτσι, ο βασιλιάς δεν έκανε δεκτά τα αιτήματα του λαού, γιατί αυτό ήταν το θέλημα του Θεού. Έπρεπε ο Κύριος να πραγματοποιήσει την υπόσχεση που είχε δώσει στον Ιεροβοάμ, γιο του Ναβάτ, με τον προφήτη Αχιά, το Σηλωνίτη.
16. Όταν οι Ισραηλίτες του βορρά είδαν ότι ο βασιλιάς δεν τους άκουσε, του αποκρίθηκαν:«Εμείς δεν έχουμε καμιά σχέση με το Δαβίδ·τίποτα κοινό με το γιο του Ιεσσαί.Στα σπίτια σας, Ισραηλίτες!Φρόντισε τώρα για τους απογόνους σου, Δαβίδ!»Έτσι οι Ισραηλίτες έφυγαν για τα σπίτια τους.